Στην υγειά της αχάριστης

Με το μυαλό μου ψάχνω να βρω δουλειά στον Μάρσαλ. Πώς να τα βγάλουν πέρα στο Μανχάταν, όταν δουλεύει μόνο η Λίλι; Είναι κι εκείνη μια απλή νηπιαγωγός, δεν είναι, ας πούμε, στέλεχος σε μεγάλο χρηματοοικονομικό οίκο. Καλλιτέχνης ήθελε να γίνει, αλλά κατέληξε να γίνει νηπιαγωγός. Όχι πως κι αυτό το επάγγελμα δεν έχει την αίγλη του, ίσα ίσα, τρέφω μεγάλο σεβασμό για τους ανθρώπους που αποφασίζουν χωρίς φόβο και πάθος να αναλάβουν παιδιά που δεν είναι δικά τους. Εγώ έναν ανιψιό έχω, κι αυτόν δεν τον αφήνουν ποτέ μόνο μαζί μου, γιατί άμα χεστεί δεν τον αλλάζω.

«Θα ζητήσω από τη διπλανή μου να τον αλλάξει, έχει παιδί, ξέρει πώς γίνεται», είχα πει στην αδερφή μου, κι εκείνη χωρίς να μιλήσει, σήκωσε τον μπέμπη στα χέρια, φορτώθηκε τη μεγάλη πράσινη τσάντα του και αποχώρησε. Όσο περίμενε το ασανσέρ, της πρότεινα: «Μήπως να τον πάω στη μαμά; Κοντά είναι». Το βλέμμα που μου έριξε απομάκρυνε για μία εβδομάδα τα κουνούπια από τη γειτονιά.

Υπερβολές, αν με ρωτάς. Τι θα πάθαινε δηλαδή;

Τελικά, μετά από πολλές προσπάθειες, ο Μάρσαλ βρήκε δουλειά. Αφού έφτασε στο σημείο να πηγαίνει στο περίπτερο με τα εσώρουχα – τόσο χαμηλά έφτασε η αυτοπεποίθησή του – τον έβαλε ο Μπάρνι σε μια τράπεζα, που είχε εξαγοράσει η εταιρεία του. «Μα, γλύκα μου, εσύ δεν ήθελες να γίνεις δικηγόρος για το περιβάλλον;», ρώτησε όλο ενδιαφέρον η αγαπημένη σύζυγος, επειδή τόσο τον αγαπάει που δεν την ενδιέφερε που τα designer ρούχα της όταν τελείωναν τα γυρίσματα τα έπαιρνε πίσω η ενδυματολόγος του στουντίου και δεν της τα αγόραζε ο Μάρσαλ για να τα πάρει σπίτι. «Και να παίζω μπάσκετ για τους Χάρλεμ Γκλόουμπτρότερς ήθελα, και να με πληρώνουν με γλυκά», την κατακεραύνωσε με την πραγματικότητα ο Μάρσαλ, και το θέμα τελείωσε εκεί. Αφού έβρισκαν το πιο τέλειο χάμπουργκερ στη Νέα Υόρκη, ο Μάρσαλ θα ένιωθε για λίγο και πάλι πως όλα είναι πιθανά, και την επόμενη ημέρα θα έβαζε το παντελόνι του (όλοι χαιρόμαστε που έχει έναν λόγο να φοράει παντελόνι το πρωί) και θα πήγαινε να δουλέψει στην τράπεζα της εταιρείας του Μπάρνι.

Αξιοκρατία παντού. Τόση υπομονή έκανε ο Μάρσαλ, και ανταμείφτηκε στο τέλος. Έτσι είναι, όταν κάνεις υπομονή, η ανταμοιβή έρχεται πάντα τη στιγμή που πρέπει, και με ένα δεξί κροσέ και μια γερή κλωτσιά στα αχαμνά σου υπενθυμίζει την πραγματική αξία αυτού για το οποίο τόσον καιρό καιγόσουν. «Τι είναι ενάμιση-δύο μήνες παραπάνω, τόση υπομονή κάνατε», αναρωτήθηκε προσφάτως μια ευγενεστάτη νεαρά, το όνομα της οποίας αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει, αλλά μου θυμίζει το γλυκό καλοκαίρι, και προφανώς έχει δίκιο. Ένας, δύο, πέντε, δεκατρείς, είκοσι μήνες παραπάνω… Τι σημασία έχουν, όταν αγωνίζεσαι για το γενικότερο καλό;

Χάρηκα πάντως για τον Μάρσαλ. Καλό παλικάρι, καλή και η Λίλι, το σωστό ήταν να έχει μια δουλειά.

«Μπράβο παιδιά», φώναξα στην τηλεόρασή μου, και σήκωσα το φλιτζάνι μου με τον καφέ, χαιρετίζοντας αυτή την αποκατάσταση της άδικης ανεργίας, από τον καναπέ μου, όπου παρακολουθούσα τη σειρά με τις πιτζάμες μου, στις 6 το απόγευμα, από έναν πλανήτη χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από εκεί που θα έπρεπε να είμαι. «Στην υγειά σας!», είπα, και ήπια μια γουλιά από τον εσπρέσο μου. «Salute!», μου φώναξε από απέναντι και ο Μάσιμο. Άνεργος κι αυτός.

 

Ένα σχόλιο

Αφήστε απάντηση στον/στην αγροτης ΠανΚης Ακύρωση απάντησης