Ω, CERN, μην με πειράζεις!

Στην «καρδιά» του LHC

Αν με γνωρίζεις, ξέρεις ότι εγώ και το Cern ζούμε έναν έρωτα όλο τρέλα. Και αυτός ο έρωτας φαίνεται πως πλησιάζει στην ολοκλήρωσή του. Διαβάζω πως στις 4 Ιουλίου οι επιστήμονες του ερευνητικού κέντρου θα ανακοινώσουν τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα των δύο βασικών πειραμάτων του Μεγάλου Επιταχυντή Αδρονίων (LHC), του Atlas και του CMS, στο πλαίσιο σεμιναρίου.
Για πες, λοιπόν; Βρήκαμε τον Θεό; Πόσο κοντά είμαστε στο Νόμπελ;
Πέρσι τον Δεκέμβριο – τότε που ακόμα είχα δουλειά αλλά δεν δούλευα γιατί ήμουν σε επίσχεση, μεγάλη ιστορία, πονεμένη – οι επιστήμονες του Cern εντόπισαν στα στοιχεία που συγκέντρωσαν κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ίσως είναι (ναι, πολλές υποθέσεις) το μποζόνιο Χιγκς, αλλέως πως «το σωματίδιο του Θεού» και άλλα τέτοια εντυπωσιακά. Τότε τα στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να αποτελέσουν επισήμως «ανακάλυψη». Τώρα όμως; Είμαστε πιο κοντά; Μάλλον, γιατί αλλιώς γιατί να κάνουν το σεμινάριο;
Teasers;;
Για όσους δεν ξέρουν, το μποζόνιο Χιγκς με απλά λόγια (όχι ότι ξέρω να το εξηγήσω με πιο πολύπλοκους τρόπους) είναι ουσιαστικά αυτό που δίνει μάζα στο τίποτα. Πρόκειται για ένα υποατομικό σωματίδιο, ο εντοπισμός του οποίου αναμένεται να αποδείξει πως υπάρχει ένα αόρατο ενεργειακό πεδίο που γεμίζει το κενό στο σύμπαν που μπορούμε να παρατηρήσουμε. Εικάζεται ότι κάτι σαν ένα τρισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου πριν από το Big Bang ενεργοποιήθηκε το πεδίο του Χιγκς. Πριν από αυτό, όλα τα σωματίδια περιφέρονταν με ταχύτητες φωτός χωρίς μάζα, χωρίς πατρίδα, χωρίς σκοπό. Όταν, όμως, ενεργοποιήθηκε το πεδίο, κάποια σωματίδια «πιάστηκαν» σε αυτό και απέκτησαν μάζα, και άρχισαν να κινούνται πιο αργά, ξεκινώντας, έτσι, τη δημιουργία του σύμπαντος.
Για πρώτη φορά διατυπώθηκε η θεωρία ότι υπάρχει πριν από περίπου πενήντα χρόνια, και έκτοτε έχει γίνει κάτι σαν το Άγιο Δισκοπότηρο των φυσικών. Δεν είναι δύσκολο, λοιπόν, να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αλλάζουν όλα τα δεδομένα και ανοίγονται νέες πόρτες για νέες ανακαλύψεις και νέους δρόμους μόλις πιστοποιηθεί η ύπαρξή του.
Πριν από χρόνια συνάντησα έναν καθηγητή που εργάζεται στο Cern. Ήταν ένα από τα πιο ευχάριστα απογεύματα της ζωής μου, καθώς ο κ. Κωνσταντίνος Ζιούτας προσπαθούσε να εξηγήσει κάποια από τα μυστήρια της φύσης σε μια τριτοδεσμίτισσα. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός του και η μεταδοτικότητά του που, παρότι δεν μπορούσε – δυστυχώς – να μου διοχετεύσει λίγο από το IQ του (που του περίσσευε, σε διαβεβαιώ), ώστε να τα καταλαβαίνω καλύτερα, μου χάρισε έστω λίγη από την αγωνία του και την περιέργειά του.
Στις 4 του μήνα θα είμαι καρφωμένη στους υπολογιστές και θα περιμένω. Ελπίζω ότι θα γίνω μάρτυρας μιας από τις μεγαλύτερες στιγμές στη σύγχρονη ιστορία της επιστήμης, έστω και από μακριά. Και πως θα χαμογελάσουν πολλά άξια χείλη.

Κοίτα, μαμά, οι Radiohead!

Ναι, καλά κατάλαβες. Οι Radiohead στη Φλωρεντία! Σε περίπτωση που δεν το ξέρεις, είμαι μεγάλο ψυχάκι. Αλλά γίνεται να μην το ξέρεις; Δεν γίνεται!

Song I would most like to hear: Exit Music [For A Film].

Το ξέρω ότι έχουν βγάλει χιλιάδες δίσκους και εκατομμύρια κομμάτια μετά από το OK Computer, δεν χρειάζεται να μου το υπενθυμίσεις. Ωστόσο εγώ κι αυτό το κομμάτι έχουμε ένα δέσιμο, κάτι μας ενώνει. «Τι είναι αυτό;», θα ρωτήσεις και μετά χαράς θα σου απαντήσω.

Το 2000 οι Radiohead είχαν κάνει στη χώρα μας την τιμή να δώσουν τρεις συναυλίες, δύο στην Αθήνα και μία στη Θεσσαλονίκη. Δεν θα σε κουράσω με το πόσο είχα εκστασιαστεί όταν μπήκα στο σάουντ-τσεκ της Θεσσαλονίκης (eat your heart out), ούτε πώς λύθηκαν τα γόνατά μου όταν καθώς έψαχνα ίσκιο για να προστατευθώ από τον ζεματιστό ήλιο του καλοκαιρινού καύσωνα πέρασε από μπροστά μου ο Colin και μου είπε «it’s bloody hot today, isn’t it? Find a safe place to stand, keep out of the sun, it’s bad for you!», ούτε πώς ολοκληρώθηκε η ζωή μου όταν κάθισε ακριβώς μπροστά μου ο Thom για να τραγουδήσει το Fake Plastic Trees σε μια καταπληκτική εκτέλεση και εκείνη την ώρα ήρθε από το πουθενά ο παιδικός μου έρωτας και κάθισε μαζί μου και το τραγουδούσαμε πρίμο-σεκόντο και μετά εξαφανίστηκε, σαν σκηνή από ταινία. Θα σου πω, μόνο, πως στην Αθήνα ήμουν πάλι μπροστά-μπροστά-κάγκελο-ακριβώς-στη-μέση-κάτω-από-το-μικρόφωνο και στις δύο συναυλίες. Η πρώτη κύλησε νεράκι, τι νεράκι, δηλαδή, νέκταρ. Τη δεύτερη μέρα, μετά από μερικά τραγούδια έγινε κάτι περίεργο: μια δόση γελοιότητας καρφώθηκε στον εγκέφαλο ενός τύπου ακριβώς από πίσω μου, και ξαφνικά, χωρίς κανέναν λόγο, άρχισε να ουρλιάζει. Όχι να τραγουδάει, ας πούμε, άσχημα, αλλά να ουρλιάζει. Και «ααααααΑαΑΑΑααΑααΑ!!!!!» και «ουΟΟΥουουοΟΥΟΥΟυοΟΥΟΥοουΟΥουΟΥουο!!» και «εεεΕΕεεεΕΕΕΕεεΕΕεΕΕεεΕεε!!», δεν είναι μόνο το ότι κινδύνευα να χάσω κάποιο τύμπανο, αλλά, κυρίως, μου χαλούσε τη συναυλία, και, ακόμη πιο κυρίως (εντάξει, το ξέρω ότι είναι λάθος συντακτικά, αλλά άσε με λίγο να δώσω έμφαση στην κυριότητα του κυρίως, κύριέ μου!) μου έσπαζε τα νεύρα και αυτό είναι πάντα κακό. Ωστόσο, όσο αυτός ούρλιαζε, κάτι περίεργο γινόταν: ο Thom με κοιτούσε. Με οίκτο, μεν, δηλαδή όχι ακριβώς ο τρόπος που θέλεις να σε κοιτάζει ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος, αλλά ξέρεις τώρα, κάποιου του χάριζαν γάιδαρο και εκείνος τον κοιτούσε στα δόντια! Την πρώτη φορά είπα «ιδέα μου είναι». Η δεύτερη ήταν πιο ξεκάθαρη. Την τρίτη μου έχωσε αγκωνιά μια αγγλίδα που στεκόταν δίπλα μου, με κατακεραύνωσε με το βλέμμα της και είπε «what the bloody hell, the guy is screaming in my ear as well, why the hell is he only looking at you?». Εσύ μπορεί να πεις «τι κακιά!», αλλά εγώ μόνο που δεν τη φίλησα, φυσικά. Και, ξαφνικά, σβήνουν τα φώτα, ανάβει ένας προβολέας, παίρνει ο Thom μια κιθάρα και ξεκινάει το Exit Music. Ο «φίλος» μου από πίσω καταενθουσιάστηκε. «ΑΑΑααΑααΑΑααΑααΑααΑαΑΑχ!!!!!» ούρλιαξε, και μετά «ωωωωΩΩωΩΩωΩΩωΩΩωΩΩωωΩωΩΩωΩΩωΩΑΑΑΑΑααΑΑααΑααΑααααΑΑαΑΑαΑ!!!!!». Και τότε ο Thom σταματάει να τραγουδάει και κοιτάει εμένα. Εμένα, μόνο εμένα, από όλον τον Λυκαβητό (ok, ήμουν ακριβώς μπροστά του, πιθανότατα δεν μπορούσε να δει και κανέναν άλλον, αλλά still, ζήσε λίγο τη στιγμή μου!), κατεβάζει την κιθάρα και μου σχηματίζει με το στόμα του «I’m sorry. You OK? You are fuckin’ gorgeous, I love you!». Καλά, αυτό το τελευταίο ίσως και να το πρόσθεσα εγώ, μετά… Ένιγουέι, τι έλεγα;; Α, ναι! Σταματάει, που λέτε, μου λέει αυτό το πράγμα, έρχεται ο γιατρός της συναυλίας, παίρνει την Αγγλίδα που είχε σκάσει από το κακό της, ο τυπάς σταματάει να ουρλιάζει γιατί την ψυλλιάστηκε τη δουλειά, ότι το κλίμα, δηλαδή, δεν είναι και πολύ υπέρ του, και γυρίζει ο Thom σε εμένα και λεει «better now?». Ψέλλισα κάτι σαν «έχω έναν πόνο εκεί αριστερά στο στήθος αλλά όποιος μου κάνει ανάνηψη θα τον εκτελέσω» και άρχισε και πάλι το κομμάτι. Μόλις τελείωσε, και από το πουθενά πιάνει ο Thom το μικρόφωνο και κάνει «AaaaaAAaaaAAaAaAAaAaAaaAaAAaAaAa!! That’s you, man!» δείχνοντας τον τύπο, ο οποίος μάλλον μετά επέστρεψε στο λαγούμι του, γιατί δεν ξανακούστηκε.

Η αλήθεια είναι πως τίποτα δεν θα μου χαλούσε εκείνο το διήμερο. Το προηγούμενο βράδυ ο Colin μου είχε δώσει ένα τριαντάφυλλο. Είχε, βλέπεις, γενέθλια και κάποιος του έδωσε ένα μπουκετάκι. Λίγο μετά που κατέβηκαν, λοιπόν, ξαναβγήκε για να το πάρει, και μου πέταξε το ένα από τη σκηνή. Από το πουθενά, όμως, πετάχτηκε κάποια μπροστά μου και μου το άρπαξε! Παγωτό εγώ, παγωτό και ο Colin, ο οποίος κατέβηκε από τη σκηνή και μου έδωσε ένα δεύτερο. Το οποίο έχω ακόμη, αποξηραμένο, στο σπίτι των γονιών μου. Είμαι ΤΟΣΟ φρικιό.

Εναλλακτικά, θα κλάψω αν ακούσω το Fake Plastic Trees, το Trickster, το Idioteque, το Permanent Daylight (που υπογραμμίζει με άψογο τρόπο τη μορφή όλων των παρανοιών μου, με μόλις δύο στίχους), φυσικά το Optimistic (αν θέλεις, κατάλαβε γιατί, σε προκαλώ!), η λίστα είναι αρκετά μεγάλη.

Song I would least like to hear: Creep.

Δεν χρειάζεται καν να το εξηγήσω αυτό. Και σε εσένα που κακόβουλα σκέφτηκες πως «άι μαρή, κάποτε χτυπιόσουν με το Creep στα μπαράκια και μεταξύ μπύρας και άλλων μυρωδικών αναρωτιόσουν «καλέεεεεε!! Ποιοι είναι αυτοί οι θεοίιιιιιιιιι;;;;», θα σου δώσω την πολύ χίπστερ απάντηση «σόρι ντουντ, αλλά όταν βγήκε το creep τους λάτρευα ήδη από το drill ep, γιατί είμαι τόσο προχώ και κουλ. ΟΚ;

Επιπλέον, δεν υπάρχει σχεδόν καμία πιθανότητα να το παίξουν, γι’ αυτό τι το συζητάμε; Πάντως, εκτός από το κριπ, που λίγο θα με φρικάρει να το ακούσω, δεν θα είχα αντίρρηση να ακούσω σχεδόν κανένα άλλο. Και δεν θα με χαλούσε και μια συναυλία-επιστροφή-στα-παλιά for a change. Ίσως, βέβαια, χαλούσε αυτούς.

Things I would like to see

Η αλήθεια είναι ότι πια τους έχω δει πάρα πολλές φορές. Οι περισσότερες όταν βρίσκονταν στο απόγειο της επιτυχίας τους (όχι ότι κατέβηκαν ποτέ από εκεί, αλλά καταλαβαίνεις τι εννοώ). Αποτέλεσμα αυτού είναι να μην μου λείπει τίποτα. Θα ήθελα να δω μια μπάντα ενωμένη, με την παλιά χημεία, μια δυνατή συναυλία, όπως αυτές που έχω συνηθίσει. Επίσης, θα ήθελα να δω το κοτσιδάκι του Thom. Και τα μπλουζάκια που θα διαλέξει ο Johnnie, ο οποίος στο Δουβλίνο φορούσε μπλουζάκι που είχε αγοράσει από την Ελλάδα. Χάου κιουτ!

Things I wish could happen

Να με παντρευτεί ο Colin. Εναλλακτικά, θα ήθελα πάλι να μπω νωρίς, αλλά είναι λίγο δύσκολο πλέον, με δεδομένο ότι δεν έχω γκόμενο που να δουλεύει για τη συναυλία. Ωστόσο, τις δύο μέρες που υποθέτω πως θα είναι εκεί, θα τους ψάχνω παντού, σε όλα τα καφέ, όλα τα μουσεία, γιατί θέλω να βγάλω τέτοια φωτογραφία, όπως εκείνη η άσχετη μέσα στο μουσείο, που έβγαζε τον εαυτό της και από πίσω πόζαρε ο Thom!

Φωτοβομβίδα Thom Yorke, γίνε και σε εμενα, πλιζ

Επίσης, αστείο ήταν κι αυτό: Πάλι για το Δουβλίνο θα σου πω, όταν είχαμε πάει να τους δούμε εκεί. Ήταν λίγους μήνες μετά από την Ελλάδα, τότε, ξέρεις, που ήμουν μέσα από το πρωί και λάτρευα το χώμα που πατούσαν και κυνηγούσα τους μάγειρές τους για να κλέψω κανένα πιάτο; Περπατούσα, λοιπόν, με τον τότε γκόμενο αμέριμνη στη Grafton Street, κάνοντας σχέδια για το (επόμενο) βράδυ (που ήταν η συναυλία). Ξαφνικά, από το πουθενά, γεμίζει ο δρόμος Ed. Δεν τον χάνεις τον Ed, ό,τι και να κάνεις, είναι 5μιση μέτρα Θεός. Κεραυνοβολούμαι, μεν, με πιάνει, όμως, η άθλια κατάπτυστη συστολή μου και κάνω λίγο πιο δεξιά, έτσι για να περάσει από όσο πιο μακριά μας γίνεται. Και τότε, φτερνίζεται ο Θεός, ταρακουνιέται το Σύμπαν και γίνεται το αδύνατο: Μας κοιτάει ο Ed, κοντοστέκεται και λεει «Hey! Aren’t you the Greek guys?».

Εγώ, φυσικά, ήμουν απλά «the pink guy», αφού είχα γίνει ροζέ. Αλλά ποιος τα κοιτάζει αυτά τώρα;

Κάποιος να κλείσει τις πόρτες, δεν πρόλαβα τη Ζωρζ Σαρή…

Αποφεύγω όλη τη μέρα να γράψω αυτό το ποστ. Γιατί για τη γενιά μου, το αντίο στη Ζωρζ Σαρή σημαίνει αντίο στην παιδική μας ηλικία, και δεν είμαι ακόμη έτοιμη για κάτι τέτοιο.

Εκείνη, όμως, φαίνεται πως ήταν έτοιμη, γιατί, πάνω που έλεγα πως το κλείνουμε το μαγαζί και δεν «φεύγει» κανένας άλλος, η συγγραφέας που, μαζί με μερικούς ακόμη, σημάδεψε τα παιδικά μας χρόνια παραβίαζε την κλειδαριά, άνοιγε την πόρτα που πεισματικά κρατούσα κλειστή και το έβαζε στα πόδια. Την φαντάζομαι ντυμένη στα άσπρα να τρέχει κρατώντας τη φούστα με τα χέρια, πηδώντας λακκουβίτσες με νερά, γελώντας δυνατά, σαν μωρό.

Η Ζωρζ Σαρή ουδέποτε επέλεξε για τον εαυτό της τον εύκολο δρόμο. Τις ίδιες επιλογές έκανε και για εμάς, τα παιδιά της – γιατί παιδιά της είμαστε όλοι όσοι μεγαλώσαμε με τα βιβλία της και πήραμε κάτι από αυτά. Δεν ήταν από τους συγγραφείς εκείνους που αντιμετωπίζουν τα παιδιά συγκαταβατικά και αυτό ήταν που την έκανε ξεχωριστή. Όπως οι γονείς, η Ζωρζ Σαρή μέσα από τα βιβλία της νουθετεί, διδάσκει και αγαπάει – όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Και αυτό, ευτυχώς, θα συνεχίσει να το κάνει, μιας και, μπορεί το σώμα της να μην είναι πια εδώ, το πνεύμα της όμως θα παραμείνει αθάνατο.

[Edit: Και, όχι, δεν είμαι 40 χρονών, απλά διαβάζω από πολύ μικρή]

Χωρίς κανέναν λόγο: κυρίες και κύριοι, ο Ray Bradbury

Να ξεκαθαρίσω κάτι από την αρχή: αυτό το ποστ το κάνω απλά για να αναφερθώ σε έναν μεγάλο συγγραφέα. Αυτές τις μπούρδες ότι πέθανε εγώ δεν τις χάφτω, πολύ απλά γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν πεθαίνουν ποτέ. Και μετά από τον Ντάγκλας Άνταμς και τον Κερτ Βόνεγκατ, απλά δεν αντέχω άλλες απώλειες. Πέθανε και ο Αθηνόδωρος Προύσαλης και νομίζω ότι θα αρχίσω να πετάω πράγματα από τα παράθυρα. Λοιπόν, αποφασίζω ότι αυτό ήταν. Τελείωσε. Κανένας άλλος δεν πεθαίνει. Το κλείνουμε το μαγαζί και πετάμε τα κλειδιά. Έτσι, για να εξηγούμαστε.

Έτσι, αφού το ξεκαθαρίσαμε κι αυτό, ας συνεχίσουμε. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η πρώτη φορά που έπιασα στα χέρια μου κάτι του Ray Bradbury. Δεν είμαι από αυτούς τους ανθρώπους που τους μένουν οι πρώτες φορές, σε φάση «ήμουν που λες στη δημοτική βιβλιοθήκη και πέρασε ένας γκόμενος δύο μέτρα με ένα πράσινο μάτι μαγεία και κάτι πλάτες αεροδρόμιο και μου άφησε ένα βιβλίο στα χέρια. Τον γκόμενο δεν τον παρατήρησα, όμως με τις πρώτες αράδες που διάβασα από το βιβλίο, ο συγγραφέας χαράχτηκε για πάντα στη συνείδησή μου» και τέτοια. Εγώ θα θυμόμουν τον γκόμενο. Ξεκάθαρα.

Θυμάμαι, όμως, τη φορά που ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς μπήκε πλάι-πλάι με το αγαπημένο μου συγκρότημα. Ήταν όταν για εκατοστή χιλιοστή φορά έπαιζα στα χέρια μου το βιβλιαράκι από το limited edition του Amnesiac που το είδα: εκεί στο καρτελάκι το σαν-βιβλιοθήκης πάνω αριστερά, ένα ρέφερενς στο Fahrenheit 451.

Εκεί, λέμε, πάνω πάνω στο καρτελάκι, πάνω από την κόκκινη ημερομηνία. Το είδες; Έτσι μπράβο

Το στήθος μου φούσκωσε από περηφάνια και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο (ναι, missed a beat, πόσο αγγλομαθής!). Αυτές τις φορές θυμάμαι εγώ, και όχι τις πρώτες. Τις στιγμές τις πολύ σημαντικές, που μετράνε. Ωστόσο, εδώ που τα λέμε, τα βιβλία του Bradbury είχαν όλα στιγμές που μετράνε. Γιατί, αν με ρωτάς, πρόκειται για έναν συγγραφέα που πήρε την επιστημονική φαντασία – την οποία όλοι αγαπάμε ούτως ή άλλως, ε; Ε;; – και την πήγε ένα βήμα πιο πέρα. Την εμβάθυνε, την κοινωνικοποίησε, ρε φίλε, την εξανθρώπισε. Θα μου πεις, εξανθρωπίζεται η επιστημονική φαντασία; Διάβασε το F451. Διάβασε μετά και το The Martian Chronicles. Κατάλαβες τι εννοώ;

Καλό είναι, λοιπόν, να διαβάσεις όλα τα ποστς σε όλα τα μπλογκς για τον Bradbury. Πάνω από όλα, όμως, να διαβάσεις βιβλία. Και όχι μόνο τα δικά του, αλλά και άλλα βιβλία. Όλα τα βιβλία. Γιατί το πρώτο και κύριο που ήταν ο Bradbury είναι «ερωτευμένος με τα βιβλία». Όπως τόνισε και κάποιος σε ένα από τα χι-στη-νιοστή αφιερωματικά άρθρα που διάβασα (όχι γιατί πέθανε, για κάποιον άγνωστο λόγο άρχισαν όλοι να γράφουν αφιερωματικά για τον Bradbury, ποιος ξέρει τι τους έπιασε. Τι; Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς), ο Ray Bradbury δεν έγραφε απλά βιβλία: ζούσε βιβλία, ανέπνεε βιβλία. Αγαπούσε τα βιβλία, διάβαζε ασταμάτητα, και έγραφε με τέτοιο τρόπο που αυτή η αγάπη έλαμπε σε κάθε λέξη. Κάθε του βιβλίο θέλεις να το πάρεις αγκαλιά, να το χαϊδέψεις, να το φιλήσεις και να του πεις «μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά». Για όσους θέλουν να λένε ότι «γράφουν», το πάθος του Bradbury για την φαντασία, τη μυθοπλασία, τη σφαίρα εκείνη στην οποία γεννιούνται και ωριμάζουν οι καλές ιστορίες αποτελεί αστείρευτη πηγή έμπνευσης και σεβασμού. Και σε διαβεβαιώ, άνθρωπος που αγαπάει τόσο τη δουλειά του, δεν μπορεί παρά να την κάνει καλά. Και την έκανε καλά. Ε… δηλαδή, την ΚΑΝΕΙ καλά! Ουφ, μπερδεύτηκα…

Ό,τι θυμάσαι χαίρεσαι

Οι κακές συνήθειες δύσκολα κόβονται, και λίγα πράγματα το υπογραμμίζουν αυτό τόσο εμφατικά, όσο η απόφαση του Πεκίνου να συλλάβει κάποιους ακτιβιστές και να θέσει κάποιους άλλους υπό αυστηρή παρακολούθηση, ώστε να μην τιμηθεί η σημερινή επέτειος από τη σφαγή της Πλατείας Τιενανμέν. Σύμφωνα, μάλιστα, με τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, έχουν επιβληθεί περιορισμοί ακόμη και σε αναζητήσεις στο Ίντερνετ, ώστε να μην υπάρξουν αναφορές στα γεγονότα της 4ης Ιουνίου 1989, όταν οι στρατιωτικές δυνάμεις άνοιξαν πυρ εναντίον αμάχων που διαδήλωναν υπέρ της δημοκρατίας, σκοτώνοντας εκατοντάδες εξ αυτών.

Εκατοντάδες ακτιβιστές συνελήφθησαν από τις αρχές στο Πεκίνο, σύμφωνα με οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν σε όλη την κινεζική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένης μιας ομάδας ηλικιωμένων ανδρών, που την περασμένη εβδομάδα διοργάνωσαν διαμαρτυρία σε πάρκο της επαρχίας Γκουιζού (εκεί στα κεντρονότια).

Σαν να μην έφτανε το ότι ο πλανήτης δεν ξεχνάει – η κινεζική αρχή θα χτυπιέται, μιας και κανονικά ο λαός έχει μνήμη χρυσόψαρου, μόλις, όμως, απαγορεύσεις κάτι, να που όλοι το θυμούνται! – ήρθαν και οι ΗΠΑ την περασμένη Κυριακή να ζητήσουν την απελευθέρωση όσων είναι ακόμη φυλακισμένοι, λόγω της εμπλοκής τους με τα επεισόδια, για να δέσει το γλυκό.

Χαρακτήρισαν, μάλιστα, τις κινήσεις του κινεζικού στρατού ως «βίαιη καταστολή» των διαδηλώσεων, που οδήγησε σε «τραγική απώλεια αθώων ζωών». Το Πεκίνο ουδέποτε έχει απολογηθεί για την αντίδραση του στρατού, υποστηρίζοντας πως επρόκειτο για κατάπνιξη επαναστατικής εξέγερσης, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει απαγορεύσει οποιαδήποτε υπενθύμιση του γεγονότος.

Επειδή εμένα δεν μου αρέσει να μου λένε τι θα θυμάμαι και τι όχι (τουλάχιστον στον βαθμό που το καταλαβαίνω, γιατί όπως έχω πολλάκις κατηγορηθεί, από IQ κολοκύθα), δες εδώ πώς θυμάται το BBC τα γεγονότα στην Τιενανμέν.

[edit: Καλύτερα από το BBC – επειδή το λέω εγώ ότι είναι καλύτερα – διάβασε πώς «θυμάται» (σε εισαγωγικά επειδή ήταν μικρός τότε, αλλά μικρός στο μάτι, μεγάλος στις γνώσεις λέμε!) ο panws_k τα γεγονότα στην Τιενανμέν. Τέλος του edit]

O Ντορτζί Τσέτεν αυτοπυρπολήθηκε στα τέλη Μαΐου μπροστά από το Ναό Τζοκάνγκ, ένα από τα πιο γνωστά μνημεία στη Λάσα και, σύμφωνα με τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης, πέθανε. Ήταν μόλις 19 ετών

Κι επειδή όσοι με έχουν κατηγορήσει πως είμαι μονομανής κι έχω one-track mind δεν έχουν άδικο, βρήκα έναν τρόπο να συνδέσω όλα αυτά με το Θιβέτ. Πώς; Με το έτσι θέλω. Ας μην ξεχνάμε λοιπόν πως δύο επαρχίες λίγο πιο δυτικά από το Γκουιζού άνθρωποι συνεχίζουν να αυτοπυρπολούνται προσπαθώντας να στρέψουν την προσοχή της διεθνούς κοινότητας σε ένα προβληματάκι που έχουν τα τελευταία κάτι παραπάνω από 60 χρόνια. Το προβληματάκι λέγεται ανελευθερία και εκδηλώνεται με απαγορεύσεις θρησκευτικής έκφρασης – στάσου, όχι μόνο, έκφρασης γενικότερα –, ξεχωριστής εθνικής ταυτότητας, γλώσσας, παραδόσεων, μπλα μπλα μπλα… Μόλις πριν από τέσσερις ημέρες μια γυναίκα, μητέρα τριών παιδιών, έγινε το πιο πρόσφατο περιστατικό αυτοπυρπόλησης. Περίπου 35 χρονών, η Ρέτσοκ έβαλε φωτιά στον εαυτό της και πέθανε επιτόπου, μπροστά από το μοναστήρι Τζόνανγκ Ντζάμθανγκ, στη Μπάρμα. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής της η Ρέτσοκ φρόντισε τα ζώα της οικογένειας, ψηλά στα βουνά όπου βρίσκεται το σπίτι τους, και αφού τακτοποίησε τις δουλειές της ταξίδεψε στη Μπάρμα για την τελευταία πράξη επανάστασής της. Ήταν ο τέταρτος άνθρωπος που επέλεξε την εν λόγω πόλη για να εκδηλώσει την αντίθεσή του στην κατοχή του Θιβέτ από την Κίνα. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, τριαντατρείς άνθρωποι έχουν επιλέξει αυτόν τον τρόπο για να εκδηλώσουν την αγανάκτησή τους γιατί δεν έχουν την ελευθερία να μάθουν στα παιδιά τους τη γλώσσα που μιλούσαν οι παππούδες τους και έστω και ένα τραγουδάκι του Θιβέτ. Δεν συζητάμε καν για άλλα, πιο σοβαρά, όπως – έτσι, ένα που μου έρχεται χωρίς πολλή σκέψη – η αυτοδιαχείριση του πλούτου της περιοχής. Και άλλα.

Εγώ, οι Charlatans και όλοι οι άλλοι

1992. School-night. Ο καβγάς με τους γονείς μου, ομηρικός. Οι λέξεις «αποκλείεται» και «ούτε να το συζητάς» εκσφενδονίζονται συνεχώς από τη μία πλευρά του σαλονιού, αποκρούοντας δραματικές δηλώσεις του στιλ «θέλετε να πεθάνω», «δεν με αγαπάτε καθόλου», «θα πέσω από το μπαλκόνι» και πολλές άλλες παρόμοιες εκφράσεις της εφηβικής απογοήτευσης.

Αιτία: η συναυλία των Βρετανών Charlatans, σε συναυλιακό χώρο της πόλης, σε συνδυασμό με την άγνοια των περισσότερων φίλων μου γύρω από τη βρετανική μουσική σκηνή και την αφόρητη μοναξιά μου στις μουσικές μου επιλογές εκείνη την εποχή. Βλέπεις, τότε μεσουρανούσε ο Σάκης Ρουβάς με το ντεμπούτο του και οι συμμαθήτριες δεν είχαν μάτια για άλλους άντρες. Ο αγαπημένος ξάδερφος που συνήθως με συνόδευε σε τέτοιου είδους εξόδους αρνιόταν να με πάει σε «αδερφές» (ήταν της πιο σκληρής μουσικής), με αποτέλεσμα να βρίσκομαι στη δύσκολη θέση σε νεαρή ηλικία να ζητάω από τους γονείς μου να πάω σε συναυλία μόνη μου.

Σήμερα δεν τους αδικώ για την απόφασή τους. Τότε; Ήθελα να πεθάνω.

Κάτω από τα μουσκεμένα από τα δάκρυα μαξιλάρια μου φανταζόμουν τον Tim Burgess να ζωγραφίζει με την ξεχωριστή φωνή του το The Only One I Know, το Then… το Opportunity… όχι, δεν θα με έβρισκε το ξημέρωμα, θα πέθαινα από τη στεναχώρια μου…

Φυσικά και αυτό δεν έγινε. Τρία χρόνια αργότερα, γνώρισα τη φίλη μου, Σοφία, η οποία, ρίχνοντας λίγο αλάτι στις πληγές, μεν, ενισχύοντας, δε, την ήδη παγιωμένη λαχτάρα μου να τους δω live, μου εξιστορούσε λεπτό προς λεπτό το μεγαλείο εκείνης της πρώτης συναυλίας των Charlatans στη Θεσσαλονίκη. «Κάποιος», λέει, «ζητούσε όλο το βράδυ το The Only One I Know», με αποτέλεσμα να την ψωνίσει ο Tim και να του φωνάξει «I am not a fucking jukebox», λίγο πριν χτυπήσει το κεφάλι του με το μικρόφωνο.

Τρία (κατά σύμπτωση) χρόνια αργότερα, ο τότε γκόμενός μου προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να με κρατήσει από το να πέσω στις ράγες ενός τρένου (που, βέβαια, δεν θα ερχόταν ποτέ), καθώς αποκλεισμένοι – λόγω βλάβης; απεργίας; απλής γκαντεμιάς; ποιος θυμάται πια – στη μία γωνία της Αγγλίας έπρεπε για άλλη μια φορά να φαντάζομαι τον Tim να τραγουδάει στην άλλη (άκρη). (της Αγγλίας).

Τρία χρόνια πέρασαν και πάλι. I am not making this up. Ένα ξημέρωμα του καλοκαιριού του 2001 πετάχτηκα από το κρεβάτι μου, στο σπίτι του Αχιλλέα της Αντιγόνης, και κραύγασα, από τα τρίσβαθα της ψυχής μου: «ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΔΩ ΤΟΥΣ CHARLATANS!». Ήταν το Rockwave του 2001 και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έπρεπε να περιμένω τον Αχιλλέα να φτιάξει το Coleman με βότκα και χυμό, γιατί  σταματούσαμε να φάμε καθώς πηγαίναμε, γιατί πήραμε ταξί (με τα πόδια θα έτρεχα πιο γρήγορα), γιατί έχει ουρά, γιατί μας τσεκάρουν τα εισιτήρια, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΑΙΝΩ ΑΠΛΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ;

Όσο έπαιζαν οι Ash (και το τονίζω, γιατί μου αρέσουν), μετρούσα αντίστροφα. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο και ο (πρώην, πλέον) γκόμενος, που εργαζόταν στη μετεωρολογική υπηρεσία, με ενημέρωσε πως θα έβρεχε την ώρα ακριβώς που θα ανέβαιναν οι Charlatans στη σκηνή, τον έβρισα και του το έκλεισα. Εξάλλου, σύννεφα δεν είχε και οι συναυλίες γίνονται και υπό βροχή. Όταν, μισή ώρα αργότερα, ήμαστε κλειδωμένες με την Αντιγόνη σε χημική τουαλέτα, με τον αέρα να λυσσομανάει και να κουνάει τον μικροσκοπικό θάλαμο σαν να προσπαθεί να μας βγάλει από τις χαραμάδες, τη βροχή να κοντεύει να ανοίξει τρύπες στο πλαστικό και τον εξοπλισμό των Charlatans κατεστραμμένο, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί απλά δεν αντέγραφα τον Αχιλλέα, ο οποίος, στη διπλανή τουαλέτα, ξεσπούσε την οργή του στη λεκάνη.

Χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια για να σκεφτώ να πάω ξανά σε συναυλία των Charlatans. Τόσα έκαναν, εξάλλου, κι εκείνοι για να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Μια μέρα πήρα απλά την Αντιγόνη τηλέφωνο και της είπα: «προετοίμασε την αθάνατη ψυχή σου, έρχεται η συντέλεια του κόσμου» κι εκείνη κατάλαβε και, βουβά, ζήτησε συγχώρεση για τις αμαρτίες της και επιχείρησε εκείνες τις τελευταίες στιγμές να ξαναβρεί τον Θεό.

Δεν τα κατάφερε, αλλά και δεν χρειάστηκε. Στις 14 Μαΐου ο Tim ανέβηκε στη σκηνή του Principal και – όπως είπε και ο κ. Μαριονέτας – λες και γνώριζε το παρελθόν μου, ήρθε απευθείας μπροστά μου και μου χαμογέλασε. Και μου τραγούδησε. Και με χάιδεψε. Και ήταν όλο το βράδυ δικός μου.

Γιατί τα θυμάμαι όλα αυτά; Φέτος συμπληρώθηκαν 15 χρόνια από την κυκλοφορία του Tellin’ Stories, ενός άλμπουμ με το οποίο νιώθω ένα μικρό δέσιμο, το οποίο μπορώ να αποδώσω σε πολλά. Ίσως είναι η ωριμότητα που αποπνέει, ενός συγκροτήματος που πλέον έχει καθιερωθεί και πια αποφασίζει να χορέψει στους δικούς του ρυθμούς. Ίσως είναι η αίσθηση της πρόβλεψης της νοσταλγίας μιας σκηνής που έκλεινε σιγά-σιγά τον κύκλο της, και που καβαλάει κάθε νότα, κάθε λέξη, κάθε χτύπο του ρυθμού. Ίσως και να είναι η απώλεια που κυλάει μέσα σε όλα τα κομμάτια του, η απώλεια του φίλου, του αδερφού, που τη νιώθεις, όταν ξέρεις. Η απώλεια του Rob Collins, ο οποίος τόσο τραγικά έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, μόλις τέσσερις ημέρες μετά από τη δική μου μεγάλη απώλεια, που τόσο με σημάδεψε. Η μελαγχολία, η αίσθηση της πλήρους διάλυσης και της υποχρεωτικής ανασυγκρότησης, είναι διάχυτα, παρότι τόσο καλά κρυμμένα. Μπορεί να λείπει ο άγριος τρόπος με τον οποίο υπογράμμιζε με τα πλήκτρα του τη μουσική τους, όσο λείπει (όπως λέει ο ίδιος στο βιβλίο του, Telling Stories) από τον Tim ο Rob, ωστόσο, με έναν περίεργο τρόπο βρήκαν μια φόρμουλα να το κάνουν να λειτουργήσει, και μάλιστα να λειτουργήσει καλά.

Τον τελευταίο καιρό οι Charlatans κάνουν gigs στην Αγγλία, γιορτάζοντας τα 15 χρόνια από την κυκλοφορία του Tellin’ Stories. Σήμερα το gig είναι στο Manchester, την πόλη που τους «γέννησε», τους ανέδειξε, τους απογείωσε, τους προσγείωσε και τους έκανε αυτό που είναι – ευτυχώς – για πάντα. Forever. Για τους δικούς μου λόγους, θα ήθελα να είμαι εκεί. Ίσως, όμως, για την παγκόσμια ειρήνη να είναι καλό το ότι δεν θα είμαι.