Σταρ; – Σ’ταρ’

wheat

Ο αέρας φύσαγε σαν γύφτος. Με τα τζάμια κατεβασμένα γλιστρούσα στην παραλιακή σαν χέλι. Το ένα χέρι στο τιμόνι, το άλλο έξω από το παράθυρο να χαϊδεύει τα κύματα που έχτιζε η ταχύτητα. Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος τηγάνιζε αυγό σε τεσσεράμισι λεπτά στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Μέσα από τα γυαλιά, όμως, όλα φαίνονται αλλιώς.

Οι Kills γέμισαν την καμπίνα. «Ξέρω ότι πρέπει να επιβραδύνουμε, αλλά όταν έρχονται τα κύματα τα αντιμετωπίζεις, και ξέρεις, δεν μπορούμε να το σταματήσουμε τώρα» και το κεφάλι ακούμπησε πίσω στη θέση. Κάποιες φορές όλα απλά φαίνονται αλλιώς.

Τα μαλλιά μου ζωγραφίζουν το πρόσωπο καθώς κυλάω στο δρόμο. Χαϊδεύω το τιμόνι και τραγουδάω δυνατά. «Doing it to death» και όλα είναι δρόμος. Με την άκρη του ματιού βλέπω ένα μαύρο τζιπ να πλησιάζει. Νιώθω το βλέμμα του οδηγού να καίει τον αυχένα μου. Χαμογελάω κρυφά και συνεχίζω να κοιτάζω μπροστά. Ο κόσμος μου ανήκει, ο δρόμος είναι το κάστρο μου, δεν χωράει κανείς.

Φέρνω το χέρι στο μέτωπο και παίζω με τα μαλλιά μου. We’re double sixing it night after night, doing it to death, ποιος δεν ακούει; Είμαι εδώ, ο αέρας δικός μου, η μουσική δική μου, ο δρόμος δικός μου. Το τζιπ δίπλα μου κολλημένο. Κι αυτός είναι δικός μου. Ας κοιτάξει, ας κοιτάζει, απόψε πετάω, είμαι ελαφριά σαν σύννεφο, σαν αέρας πετάω πάνω από το δρόμο, δίπλα από τα αυτοκίνητα, είμαι καπνός, είμαι φωτιά, είμαι…

«Πώς οδηγάς έτσι παιδί μου, βλέπε το δρόμο!» φωνάζει το τζιπ.

«…Μπαμπά;;»


Ησυχία

Time-for-nothing

Ησυχία.

Το σπίτι άδειο, η μουσική τελείωσε, η τηλεόραση πάντα σβησμένη.

Ένα σωληνάκι στο ψυγείο ρουφάει αέρα και φτύνει νερό. Ένα μηχανάκι στον υπολογιστή χτυπάει τον αέρα. Η γάτα γλύφει τις τρίχες της ξανά και ξανά. Φτύνει και γλύφει, φτύνει και γλύφει. Ένα σμήνος από τουρίστες κάτω από το παράθυρο μουρμουρίζουν εκατομμύρια ενωμένα συνεχή φωνήματα, το φουλάρι της ξεναγού χτυπάει ρυθμικά το κοντάρι της ομπρέλας όπου κρέμεται. Οι τουρίστες εκστασιάζονται από το παλάτσο του 18ου αιώνα, το μουρμουρητό σκαρφαλώνει σε νέες συχνότητες. Το ίδιο το παλάτσο τρίζει πάνω στις πέτρες του, καθώς κατσαριδούλες κατατρώνε τα σωθικά του.

Δεν τις βλέπω ποτέ, αλλά πού και πού τις ακούω.

Κάποιος στο βάθος χτυπάει ένα κάγκελο. Ένα αυτοκίνητο κορνάρει τους τουρίστες, τα βήματά τους μαζεύονται στις δύο άκρες του δρόμου. Έξω από την πόρτα μου κάποιος αφήνει σακούλες. Ανοίγει την πόρτα. Παίρνει τις σακούλες. Κλείνει την πόρτα.

Ησυχία.

Τα έπιπλα διαστέλλοναι και συστέλλονται. Τακ. Πατ. Τσακ. Γκαπ.

Γρρρρρρ… Κάποιος τράβηκε έναν καναπέ. Κάποιος έριξε έναν καφέ. Ένα μωρό έτρεξε μακριά από το γονιό, ένας γονιός έτρεξε πίσω από το μωρό, το μωρό έπεσε σε χέρια και γόνατα, ένα γέλιο, ένας αναστεναγμός. Μια φωνή. Ένας χαιρετισμός. Ένα βάζο άνοιξε, καρποί έπεσαν στο πάτωμα, κύλησαν κάτω από έπιπλα, μέσα σε υδρορροές, πίσω από ντουλάπια.

Το τζάμι έτριξε, ο αέρας φύσηξε. Ακούω τα σύννεφα να μαζεύονται.

Ίσως βρέξει.

Απόδραση

Image

– Πρέπει να βγω έξω. Αυτό το μισοσκόταδο με ζαλίζει. Το μέρος αυτό δεν είναι αυτό που νόμιζα. Πρέπει να βγω έξω.

Τριγυρνώ σαν τρελή, τρέχω παντού, πηδάω, χτυπάω πάνω σε τοίχους, κολώνες, έπιπλα, πέφτω, ξανασηκώνομαι, ξανατρέχω, πρέπει να βγω έξω.

Μου λείπει αέρας. Κουράζομαι και σταματάω. Πεσμένη στο έδαφος προσπαθώ να γεμίσω τα άδεια πνευμόνια μου, αλλά ο αέρας είναι παχύς, με πνίγει. Πρέπει να βγω έξω. Πρέπει να βρω το δρόμο.

Σηκώνω το κεφάλι και εκεί, μέσα σε χιλιάδες εικόνες, βλέπω λίγο φως. Εκεί, μπροστά, μακριά. Εκεί, ναι εκεί, τώρα το ξέρω, εκεί έχει αέρα. Σχεδόν πετιέμαι και αρχίζω να τρέχω προς τα εκεί, εκεί είναι το φως, ο αέρας. Η ζωή. Εγώ τρέχω και το φως μεγαλώνει. Το φως είναι εκεί! Τώρα είναι μεγάλο, μπορεί να με σκεπάσει, νιώθω τον αέρα να αραιώνει, σώθηκα, το φως είναι εδώ!

Ένα χτύπημα από το πουθενά και βρίσκομαι κάτω. Το φως είναι επάνω μου, το έξω είναι πια μπροστά μου, γιατί δεν μπορώ να βγω;

Σηκώνομαι και περπατάω, τώρα τρέχω, τρέχω προς το φως, δεν παίρνω τα μάτια μου από επάνω του, δεν μπορεί να ξεφύγει, δεν μπορώ να ξεφύγω, να το τώρα, επάνω μου, γύρω μου, όχι!

Κοιτάζω παντού, μπροστά το φως, πίσω το σκοτάδι κι εγώ στο όριο, κάτι αόρατο με κρατάει μέσα, απλώνω τα χέρια μου αλλά σταματάνε, δεν μπορούν να βγουν στο φως, η λάμψη του με χαϊδεύει, αλλά δεν μπορεί να με τυλίξει, όχι, κάτι με σταματάει, κάνω να σηκωθώ, σηκώνομαι, πηδάω, τώρα θα βγω, όχι, πάλι όχι, τι συμβαίνει.

Σηκώνομαι όρθια και κοιτάζω. Ρίχνω τα χέρια στον αέρα και πέφτω προς το φως, κάτι με κρατάει μέσα, δεν μπορώ να βγω, ρίχνομαι στον αόρατο φράχτη ξανά και ξανά και ξανά και ξανά, άφησέ με να βγω, πνίγομαι, θέλω να βγω έξω, πρέπει να βγω έξω, να φύγω από το σκοτάδι, να σωθώ, αλλά όχι, δεν με αφήνει, τώρα το σκοτάδι είναι ψηλά, είναι χαμηλά, είναι γύρω μου, είναι τα πάντα, είναι εγώ, είμαι εγώ… εγώ δεν είμαι πια…

 

– Ρε! Ρε Μπόχα! Ρε σταμάτα πια να σκοτώνεις τις μύγες που χτυπάνε στο τζάμι, βαρέθηκα να μαζεύω πτώματα!

Δάκρυ κορόμηλο

crying-childΌταν ήμουν μικρή, μου άρεσε να παίζω ποδόσφαιρο μέσα στο σπίτι. Πολλές φορές η μαμά μου η δόλια φώναζε, γιατί το σπίτι μας ήταν τίγκα σε μπιμπελό και ποτήρια και βάζα και ήταν σίγουρη ότι κάτι θα σπάζαμε. Πού να την ακούσουμε εμείς, όποτε έκλεινε την πόρτα της κουζίνας για να μαγειρέψει, βγάζαμε τη μπάλα, στηνόμασταν η μία από τη μία πλευρά και η άλλη από την άλλη και κλωτσούσαμε, σαν να εξαρτιόταν από αυτό η ζωή μας.
Έτσι, μια αποφράδα μέρα, η μαμά ήταν στην κουζίνα και μαγείρευε, ο απορροφητήρας αναμμένος στο φουλ, ο διαολεμένος του θόρυβος γέμιζε το σπίτι ακόμη και πίσω από την κλειστή πόρτα, όλα σαν να ήταν στημένα για έναν αυτοσχέδιο αγώνα ποδοσφαίρου.

Παίρνουμε τη μπάλα και στηνόμαστε. Η Ελένη προς την επάνω πόρτα, κοντά στην εξώπορτα – αυτό ήταν το ένα γκολ. Εγώ, από την άλλη, μέσα στο σαλόνι, ανάμεσα στην πολυθρόνα και τον καναπέ – αυτό ήταν το άλλο γκολ. Η μπάλα, της θάλασσας, πλαστική. Το παιχνίδι άρχισε.

Έλα όμως που δεν ήμασταν Πεπίτο Ρόσι, ούτε η μία ούτε η άλλη. Έτσι, δίνω εγώ μια κλωτσιά στη μπάλα για να πάει στην Ελένη, αποφασίζει η μπάλα (από μόνη της σας τ’ορκίζομαι, να φυλάω σταυρό) να πάει αλλού, εκεί που πήγε (από μόνη της, λέμε!) είχε καμιά δεκαριά παγώνια και πεταλούδες και δενξέρωκιεγώτιάλλοδιακοσμητικόΜουράνο, τα χώνει μία, πάρτα κάτω, χίλια κομμάτια.

Κοιταζόμαστε με την Ελένη, έντρομες, άσπρες, το σαγόνι στο πάτωμα, μαζεύουμε τη μπάλα, τσακιζόμαστε από την άλλη πόρτα (που ήταν μακριά από την κουζίνα) στο δωμάτιό μας, κλείνουμε και την πόρτα και κάνουμε ότι διαβάζουμε.

Ξαφνικά, ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται η Όλυ: με μάτια που πετάνε κεραυνούς και, αλήθεια, καπνό να βγαίνει από τα αυτιά, με κοιτάζει και βρυχάται: Μαρίαααααααααααα!!

Κουρνιάζω εγώ στην καρέκλα, κάνω να κρυφτώ πίσω από το γραφείο, πού να κρυφτώ, 100 κιλά 10χρονο, ΣΕ ΒΛΕΠΩ μου λεει! Φυσικά και με βλέπει, δεν είναι βουνό για να με κρύψει, γραφείο είναι.

– Δεν το κάναμε εμείς, μανούλα, δεν ξέρουμε πώς έγινε.

– Μόνα τους δεν έπεσαν, ε;

– …Δεν ξέρω…

– Για τιμωρία δεν έχει βραδυνό. Και το Σάββατο δεν θα πάτε σινεμά. Και τέρμα τα κόμικς για μία εβδομάδα.

Απώλεια βραδινού. Και σινεμά. Και κόμικς. Ακόμη και να μην ήθελα να κλάψω, τα δάκρυα ήρθαν από μόνα τους. Μεταξύ μας, όμως, ήξερα πως όταν έκλαιγα στεναχωριόταν. Τα ‘μπηξα, λοιπόν, χωρίς ενδοιασμούς. Τα ‘μπηξα σαν λεχούδι που πεινάει και δεν ξέρει τι το φταίει. Σαν 2χρονο που το σταματάς από το παιχνίδι για να κάνει μπάνιο. Τα ‘μπηξα τόσο σπαραξικάρδια, που θα έλιωνα πέτρα.

– Γιατί κλαις;;

– Συγνώμη μανούλα, δεν ήθελα να σπάσω τα παγώνια, να, μια έτσι έκανα και η μπάλα πήγε από μόνη της, μετάνιωσα τώρα, δεν θα το ξανακάνω.

Και το δάκρυ κορόμηλο. Και ο λυγμός να σπάει βουνά. Και το σαλάκι φουσκίτσα που σκάει σε κάθε λυγμό.

– Όοοοοοοοοχι, δεν μετάνιωσες καθόλου. Αν είχες την ευαισθησία να μετανιώσεις τώρα, θα είχες και την ευαισθησία να μην παίξεις μπάλα στο σαλόνι, παρόλο που ήξερες πως ήταν λάθος. Τώρα δεν κλαις γιατί μετάνιωσες. Κλαις γιατι σε έπιασα και θα υποστείς τις συνέπειες. Φύσα λοιπόν τη μύτη σου, σκούπισε τα μάτια σου και δέξου την τιμωρία σου με θάρρος. Και μάθε πως τις συνέπειες των πράξεών σου πρέπει να τις υφίστασαι. Όχι με μαλαγανιές και δάκρυα να προσπαθείς να τις αποφύγεις.

Τώρα, γιατί μου ήρθε αυτή η ιστορία στο κεφάλι, απορίας άξιον. Τι σαν έβλεπα Βουλή;

Λίγο για πάντα

IMG_7580Χρόνια βλέπονταν σχεδόν κάθε βράδυ. Ο ένας έβαζε τη μπύρα, ο άλλος την έπινε. Ο ένας ξένος σε ξένο τόπο. Ο άλλος μόνος, βαθιά σε μία ρουτίνα ξένη – δεν θυμόταν πια πώς είχε γίνει δική του.
Χρόνια αντάλλασσαν μερικές τυπικές κουβέντες. Ο καιρός, η Φιορεντίνα, καμιά γυναίκα, η Ιρλανδία, πατρίδα για τον ένα, όνειρο για τον άλλο.
Ένα βράδυ μπήκε στο μαγαζί κρατώντας ένα πακέτο. «Someone told me this is your last night working here» είπε ο άλλος σε τραγουδιστά αγγλικά, παρότι ο άλλος μιλούσε πια τα ιταλικά σαν ντόπιος. «It’s true, I’m leaving tomorrow» απάντησε ο ένας. «In that case, this is for you» είπε ο άλλος και του έδωσε το πακέτο.

Ο ένας, μικρός στην ηλικία. Πέντε χρόνια έμεινε στη Φλωρεντία, όσο για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και πια επέστρεφε στην οικογένειά του. Παιδί της σύγχρονης κοινωνίας της απομόνωσης και των ορίων, ήταν ξένος στο δέσιμο. Έμφυτα ευγενικός και έτοιμος να εξυπηρετήσει, χωρίς, όμως, να προχωράει παραπέρα.

Ο άλλος πιο μεγάλος. Προϊόν αυτής της «γέφυρας» κόσμων και εποχών, από τη μία της ανοιχτής καρδιάς και από την άλλη του φόβου της δέσμευσης, αυτής της σύγκρουσης μεταξύ παλιάς εποχής και νέας, Ίντερνετ και μολυβιού, Μεσογείου και βόρειας Ευρώπης. Κουρέας από το Έμπολι, επέλεγε να αδειάσει το μυαλό του με μια μπύρα και δύο καλές κουβέντες 25 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του, σε ένα ιρλανδικό μπαρ στη σκιά της περίτεχνης πρόσοψης της Santa Maria Novella.

«Γιατί μου δίνεις δώρο;», ρώτησε ο ένας. Πίσω από το μπαρ, η αμηχανία και η έκπληξή του ήταν σχεδόν απτές. «Δεν είναι δώρο», απάντησε ο άλλος. «Δες», είπε και του έκανε νεύμα να ανοίξει το πακέτο.

Ο ένας το έσκισε και έβγαλε από μέσα ένα CD του συγκροτήματος Solas. Πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του, έγειρε το κεφάλι στο πλάι και τον κοίταξε με ένα στραβό χαμόγελο. «Παίζουν ιρλανδική μουσική» εξήγησε ο άλλος. «Ήθελα να σου πω πως με την ευγένειά σου, το χαμόγελο και την προθυμία σου να ακούς τα προβλήματά μου ακόμη και όταν προφανώς δεν είχες όρεξη, άφησες σε έναν επαρχιώτη Ιταλό το σημάδι σου. Απέκτησες και θα συνεχίσεις να έχεις, έστω και από μακριά, έναν φίλο».

Με το κεφάλι ακόμη στο πλάι και το χέρι στα μαλλιά, οι γωνίες που καθόριζαν το στραβό χαμόγελο του ένα αμβλύνθηκαν και τα μάτια του άνοιξαν λίγο παραπάνω. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν ανέπνεε, στεκόταν απλά εκεί, πίσω από τη μπάρα, που πια δεν τους χώριζε, και τον κοιτούσε.

Ψέλλισε κάτι σαν «Thank you», ίσως ήταν «Grazie», και του έφερε ποτό. «Μην με πληρώσεις, είναι από εμένα». Στις διαμαρτυρίες του άλλου, ότι «δεν σου το έφερα γι’ αυτό», ψιθύρισε «όχι για το CD, δεν μπορώ να το εξηγήσω».

Το βράδυ εκείνο, ακόμη και το πάρτι πήρε ζωή και χόρεψε στους ήχους βρετανικής μουσικής. Τα γέλια ήταν λίγο πιο δυνατά και ο ήλιος τους βρήκε όλους μεθυσμένους να κοιμούνται στα σκαμπό. Ο ένας μετά τον άλλο ξεφλούδισαν τους εαυτούς τους από τους τοίχους και τη μπάρα και οι δρόμοι τους χώρισαν. Και την ίδια στιγμή δεν χώρισαν – άφησαν ένα μέρος τους πίσω, να τραγουδάει και να χορεύει, σαν ενέργεια που «πότισε» το πάτωμα, σαν μυρωδιά που δεν φεύγει.

Ο ένας άφησε ένα κομμάτι του πίσω για πάντα. Το κενό το συμπλήρωσε με κάτι που πήρε – κάτι βαρύ, λίγο για πάντα.

Και πάλι από την αρχή

corridorΜπήκε στον προθάλαμο τρέχοντας και γελώντας. Ντυμένη με ένα εκθαμβωτικό φουξ φόρεμα που άστραφτε καθώς χόρευε, με τα μαλλιά της μαζεμένα έναν χαλαρό, ψηλό, ανέμελο κότσο, πιτσιλούσε σαμπάνια από το ψηλό ποτήρι της όσο γελούσε με την καρδιά της, τραγουδούσε και στριφογύριζε σε μια γλυκιά ζαλάδα.

Μαζί της στον χορό μικρά παιδιά αλλά και μεγάλοι, φίλοι και άγνωστοι, που την κρατούσαν από το φόρεμα, της τραβούσαν τα χέρια, τη σηκώναν ψηλά, της πληγιάζαν την πλάτη και της χαϊδεύαν τα μαλλιά, άνοιγαν τα χέρια τους χωνιά και εκσφενδόνιζαν το κελαρυστό της γέλιο, ένωναν τις παλάμες τους και βίαια της έκλειναν τα μάτια.

Η  μουσική σταμάτησε, τα φώτα έσβησαν, η γιορτή πέρασε. Ξύπνησε σε μια γωνία του διαδρόμου – γύρω της, θολές παγιέτες, σπασμένες, βρώμικες. Μια λιμνούλα σαμπάνιας είχε στεγνώσει, αφήνοντας πίσω της ένα αχνό κολλώδες ίχνος. Κάτω από τα μάτια ένα μαύρο δρομάκι είχε χαράξει την πορεία της μάσκαρας, που έλιωνε καθώς περνούσε η ώρα.

Στο χέρι της τα χέρια εκείνων που είδαν τον χρόνο να σταματάει. «Σήκω» της είπαν. «Τελείωσε το πάρτι, αρχίζει η ζωή».

Σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει. Ο διάδρομος ήταν μακρύς και σκοτεινός, δεν μπορούσε να δει το τέλος του. Ψηλάφισε τον τοίχο, μήπως βρει κάποιον διακόπτη, χωρίς τύχη. Της φάνηκε μόνο πως άγγιξε το χέρι κάποιου άλλου, που ψηλάφιζε κάποιον άλλο τοίχο, ψάχνοντας διακόπτη. Ο τοίχος, όμως, ήταν άδειος.

Συνέχισε την πορεία της, με αργά βήματα. Κάθε της πάτημα διαφορετικό. Βαρύ, ελαφρύ, σίγουρο, σύντομο, περίεργο. Και όσο κατέβαινε τον διάδρομο, αυτός κόνταινε, μα το τέλος του δεν φαινόταν. Και πού και πού ξεφύτρωνε ένα παράθυρο. Από ένα ξεφορτώθηκε με ανακούφιση κάτι που της βάραινε τα πόδια,  της μουντζούρωνε το κραγιόν, της έκλεινε το στόμα, ένα βάρος που χρόνια την τραβούσε προς τα κάτω. Από ένα άλλο, άρπαξε μια πεταλούδα και την άφησε να πετάει δίπλα της. Σε ένα τρίτο αγκάλιασε νέους φίλους και συνέχισε μαζί τους να γελάει. Από κάποια βγήκε πετώντας, για να μπει γελώντας από κάποια άλλα.

Στον χορό αυτό των παραθύρων και του διαδρόμου στροβιλιζόταν χωρίς ισορροπία. Και ούτε μια φορά δεν κοίταξε πίσω, και ούτε θρήνησε όσα και όσους άφησε. Φορτωμένη και ξαλαφρωμένη έφτασε στο τέλος του διαδρόμου.

«Τώρα;» ρώτησε εκείνους που είδαν τον χρόνο να σταματάει.

«Τι τώρα;», της είπαν εκείνοι. «Τώρα χόρεψε. Πιες, φάε και τραγούδα. Γιατί αύριο το πάρτι τελειώνει, αρχίζει η ζωή».

Της έδωσαν το ποτήρι, της έβαλαν σαμπάνια και με ένα γλυκό φιλί από τον καθένα, το πάρτι ξανάρχισε.

Είναι που λείπεις εσύ, το χαμόγελό σου

Fiat500Βγήκα από το σπίτι με την αμφιβολία να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου, να, εκεί ψηλά, μαζί με όλα αυτά τα σύννεφα. Γιατί σκατά έβγαινα από το σπίτι; Τις Κυριακές πάντα επιλέγω να τυλιχτώ σε μια κουβέρτα και να διαβάσω μέχρι να λιώσουν τα μάτια μου μέσα στις κόγχες τους.

Γιατί όχι και σήμερα;

«Σκάσε» μου σφύριξα, και πήρα να περπατάω. Μιας και το αυτοκίνητο δεν μπορεί να μπει εντός του κέντρου της πόλης (να μπλέξεις εσύ με την ιταλική γραφειοκρατία!), έπρεπε να περπατήσω για να το βρω και να ξεκινήσω την κυριακάτικη εκδρομή.

«ΒρρρρρρρρΜΠΟΥΜ!» έκανε η πόλη γύρω μου. Έκλεισα τα αυτιά μου και κοίταξα τον ουρανό. Τίποτα το περίεργο: όλα γκρι σκούρο – εξού και το μπουμπουνητό.

«Σκάσε, είπα, θα ανοίξει» μου ξανασφύριξα και συνέχισα τον δρόμο μου.

Το λαδί 500αράκι με περίμενε εκεί όπου το είχα αφήσει δέκα μέρες νωρίτερα. Μπήκα μέσα, έβγαλα το μπουφάν και άνοιξα το ντουλαπάκι.

«Radiohead, Jarvis… όχιόχι… At the drive-in… Μα πού είναι;», το χέρι μου είχε μπει στο ντουλαπάκι μέχρι τον αγκώνα, σκαλίζοντας τα βουνά από σιντί που σκονίζονταν στο σκοτάδι. Τελικά, βγήκε κρατώντας θριαμβευτικά ένα καταγρατσουνισμένο βρώμικο δισκάκι.

«Α-ΧΑ!!!»

Όχι A-ha… απλά «α-χά!». A-ha δεν είχε. Μόνο ελληνικά. Όχι σκυλάδικα, ελληνικά του κυρίου Μαριονέτα. Όχι που τραγουδάει ο κ. Μαριονέτας, που μου τα γράφει. Δεν τα γράφει αυτός δηλαδή, αυτός κάνει το σιντί. Τη συλλογή, δηλαδή, όχι το σιντίουφ,κατάλαβες,φτάνει!

Το σιντί γλίστρησε στη σχισμή του στερεοφωνικού, το κλειδί γύρισε, το ταξίδι άρχισε. Μισή ώρα με χώριζε από την Ιμπρουνέτα, τον τελικό προορισμό μου, την πιο πρόσφατη ανεξήγητη μανία μου. Άνοιξα το παράθυρο και άφησα τον υγρό αέρα να γεμίσει την καμπίνα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και πάτησα το γκάζι.

Με τα χέρια να χαϊδεύουν το τιμόνι πήρα να τραγουδάω. Δυνατά, με φωνή, γιατί μόνο έτσι οδηγάς σωστά.

«Εμείς η μεσαία τάξη…» ξεκίνησε κι ο Μούτσης, ξεκίνησα κι εγώ. Οι νότες χρωμάτιζαν τη γκρίζα Φλωρεντία και δυο τρεις σταγόνες αγκάλιασαν το τζάμι μου. «…θέλει κι εκείνη λιγάκι να διατάξει, να γίνει άρχουσα δηλαδή», έλεγε ο Δήμος, να σου κι εγώ, και η Φλωρεντία μαζί. Δυο κυρίες, γύρω στα εβδομήντα, ευθυτενείς, κομψές, άρτι αποχωρήσασες από κομμωτήριο, προστατευμένες από δύο μαύρες ομπρέλες, μου χάρισαν από ένα βλέμμα αποδοκιμασίας και επέστρεψαν στη συζήτησή τους. Χαμογέλασα και δυνάμωσα τη μουσική. Από τα – μονίμως – ανοιχτά παράθυρά μου, ταξίδευε κι εκείνη από πίσω μου. «Το να λέει όμως κανένας την αλήθεια είναι μια πολύ κακή συνήθεια που αν την έχεις την πληρώνεις κάπως ακριβά… », είπα μαζί με τον Δήμο, «πες τα ρε Δήμο!» του φώναξα, και μπήκα στη Via del Ponte alle Mosse. Μπροστά μου, μια σειρά από δέντρα, στα οποία κανείς δεν είχε πει πως χειμώνιασε. Καταπράσινα, πυκνά, θρόιζαν κάτω από τα τεράστια γκρίζα σύννεφα, ενώ εκεί, βαθιά στον ορίζοντα, μια ανοιχτόχρωμη γραμμή.

«Σου το είπα πως θα ανοίξει» μου κάγχασα και έβγαλα τον αγκώνα έξω από το παράθυρο. Ο κρύος αέρας ανεβαίνει από το μανίκι μου προς τον ώμο μου, μαγκώνει το στήθος μου και αγκαλιάζει τον λαιμό μου, ενώ μερικές σκόρπιες κρύες σταγόνες παλεύουν να μου υπενθυμίσουν πως είναι Νοέμβριος. Εγώ τις αγνοώ. Σήμερα πάω εκδρομή.

«Απ’ το ραδιόφωνο ακούω δυνατά τζαζ ροκ!» φωνάζω στον Άρνο, καθώς τον διασχίζω πάνω από τη γέφυρα. Σε αυτό το σημείο της πόλης, πια, οι γέφυρες είναι πιο απλές με χαμηλότερα τοιχάκια και κάγκελα. Εδώ είναι που η υγρασία και το κρύο δεν συναντούν πια κανένα εμπόδιο και αποκαλύπτονται σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Εδώ, κοντά στο τέλος της πόλης είναι που τη νιώθεις περισσότερο. Όπως τα περισσότερα πράγματα, εξάλλου. Στο τέλος τους, τα νιώθεις περισσότερο.

Εγώ ωστόσο τα αγνοώ. Και μπαίνω στη Francesco Talenti φωνάζοντας μαζί με την Αφροδίτη Μάνου. «Το Τσινγκουετσέντο μουυυ δεμένοοοο με σκοινίιιι» τραγουδάω σε έναν ποδηλάτη, που μου κουνάει το χέρι, ενώ μια κυρία παλεύει να συγκρατήσει το σκύλο της, που με τη σειρά του παλεύει να φτάσει το αυτοκίνητό μου, που με τη σειρά του παλεύει να προφτάσει το φανάρι.

Το αυτοκίνητο νίκησε.

Το φανάρι που με έπιασε ήταν το μεθεπόμενο. Μόλις δύο λωρίδες στον στενό δρόμο που οδηγεί προς την Αουτοστράντα. Δίπλα μου σταματημένο, ένα Astra. Στις δύο μπροστινές θέσεις, δύο παιδιά, γύρω στα 20. Πίσω, μια κοπέλα, λαγοκοιμόταν. Οι τελευταίες νότες και οι γρατσουνιστοί ήχοι που συνόδευαν το mp3 (γραμμένο από βινύλιο, γαρ, για πες, πόσο γέροι!) έφυγαν, και για ένα δευτερόλεπτο, σιγή. Και μετά, Ελπίδα.

«Στη ντισκοτέκ την παλιάααα… φέραν νέα φώταααα» τραγούδησαν τα ηχεία του Φίατ κι εγώ μαζί. Το φανάρι κόκκινο και η βροχή είχε πια σταματήσει, ενώ η μαυρίλα του ουρανού είχε ήδη αρχίσει να σπάει. «Στρώσαν καινούργια χαλιάααα» τραγουδήσαμε μαζί. «Κι άνοιξαν την πόρταααααα».

Το γρρρρρρρ του διπλανού παραθύρου που άνοιξε δεν το άκουσα. Άκουσα, όμως, τη βραχνή φωνή του 20χρονου από δίπλα μου. «Ρόδα τσάντα και κοπάνα και μαρσάρω τη Husqvarna κι οι μπαρμπάδες στις διαβάσεις τρέχουν μην τους πάρω σβάρνα» «ράπαρε» μαζί με τον Μεντζέλο, κι έμεινα να τον κοιτάζω. Ο οδηγός εκστασιασμένος κρατούσε με το κεφάλι του τον ρυθμό, ενώ η κοπέλα από πίσω είχε σηκωθεί και γελούσε.

«Greci…» ψιθύριζε.

«Πάμε να κουνηθούμε κάτω απ’ τη ντισκομπάλα, τώρα που ο ντίτζεϊ μιξάρει Colegiala» φώναζε τώρα το παιδί από δίπλα, ενώ το φανάρι έγινε πράσινο. Κοίταξα τον οδηγό, με κοίταξε κι αυτός. Ξεκινήσαμε μαζί, ενώ με μια φωνή, οι τρεις μας και η Ελπίδα τραγουδούσαμε στη μέση της Τοσκάνης: «Είναι που λείπεις εσύυυυυ (κι εσύ κι εσύ κι εσύ κι εσύ [οδηγός]), το χαμόοοογελόοοο σουυυυυ! Λείπει η ζωή μου η μισήηηηηηηηη, κι ό,τι είναι δικόοο σουυυυ! Κι η μουσική, δεν έχει, όπως και χθες, ρυθμό, η νύχτα πια, δεν τρέχει και το χορό ξεχνώ τα γέλια με, πειράζουν, και στον πολύ καπνό, ψάχνω τριγύρω μου και προσπαθώωωωωω να σε βρωωωωωω».

Πίσω μας, ουρά ιταλικών αυτοκινήτων, οδηγών που έβγαιναν για εκδρομή, για να δουν συγγενείς, ίσως και για να δουλέψουν. Και ξαφνικά, βρέθηκαν να «συνοδεύουν» δύο αυτοκίνητα που με το γκάζι πατημένο και τη μουσική στο τέρμα υποδέχονταν τον ήλιο, που μέρες είχε να φανεί και ξαφνικά έσκαγε μύτη ανάμεσα από τα σύννεφα.

Όλοι μαζί, εμείς τραγουδιστά κι εκείνοι πατώντας ρυθμικά την κόρνα, ξεσπάσαμε στην Κυριακή μας. «Τώρα προστάζει η μόδα το φίλημα στο χέρι του κάθε homo sapiens που έχουν για…» πορτιέρη έλεγε ο Μιθριδάτης, αλλά δεν κρατήθηκαν οι Ιταλοί: τι capo, τι direttore, τι principale… Γιατί, μη νομίζεις, δεν γίνονται μόνο στην Ελλάδα οι πίθηκοι αφεντικά…

Και έδωσε πόνο η Ελπίδα, «είναι που λείπεις εσύυυυυυυ», «ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟΟΟΟ ΣΟΥΥΥΥ», τραγουδήσαμε όλοι εν χορώ, κι εμείς και οι Ιταλοί, και βρήκαμε όλοι το χαμόγελό μας, καθώς η Ελπίδα έκλεινε με μια κορώνα το τραγούδι, και το άλλο αυτοκίνητο συνέχισε, όσο εγώ έστριβα στη Via di Castelnuovo.

Το Χαμόγελό Μου έμεινε, μέχρι που επέστρεψα. Ανέβηκα στο σπίτι, χαιρέτησα τον Μάσιμο που σχεδόν κρεμόταν από το παράθυρό του, τυλίχτηκα με την κουβέρτα και πήρα το βιβλίο μου. Πριν το ανοίξω, σκέφτηκα τη μέρα που τελείωνε. Όμορφη η Ιμπρουνέτα. Η πορεία, όμως, μέχρι εκεί θα μου έμενε αξέχαστη. Τραγούδησα πάλι από μέσα μου το ρεφρέν. Και κατάλαβα πως βρήκα την χαρούμενη μελωδία μου.

Το χρειαζόμουν.

 

To podcast της Τίνας

1Καταδικάζουμε τα «έφυγε»/»έκλεισε τα μάτια για πάντα»/»χάσαμε» από όπου και αν προέρχονται. Και ύστερα, έρχεται η ώρα να γράψουμε για κάποιον δικό μας άνθρωπο, και αυτό το «πέθανε» μας κάθεται στο λαιμό και δεν μας βγαίνει, όσο και αν χτυπάμε τον κώλο μας κάτω.

Την κάναμε, όμως, την προσπάθεια, και το βγάλαμε το podcast. Για την Τίνα Χρόνη που @@#%&@## πέθανε πριν από ακριβώς δέκα χρόνια.

Επτά Νοεμβρίου του 2003, μια μέρα πριν από τη γιορτή της. Το πώς γίνεται αυτά τα δέκα χρόνια να πέρασαν σε μια μέρα και την ίδια στιγμή να φαίνονται αιώνας, εμείς δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε. Μπορούμε μόνο να υπενθυμίσουμε σε όσους τη γνώριζαν πόσο την αγαπούσαμε, και να προτρέψουμε όσους δεν τη γνώριζαν, να ακούσουν το podcast και, φυσικά, να δίνουν αίμα.

Το podcast ξεκινάει με μια έκπληξη…

 

 

Περί θαυμάτων

Image

Βγήκαμε από τον οδοντίατρο. Η μία το χέρι στο δόντι, η άλλη το χέρι στο χέρι του μικρού. Στα άλλα δύο χέρια, τσάντες, μεγαλύτερες τσάντες, σακούλες, κλειδιά, τηλέφωνα. Μια ποιητική ριπή ανέμου μου πήρε τα γυαλιά και τα πέταξε στο κράσπεδο. Χωρίς χέρια, γονάτισα και τα έπιασα με τα δόντια, υπό το αυστηρό βλέμμα μιας κυρίας.

Γύρω στα 75 – μάλλον κρύβω τα καλοκαίρια, για να μην πάω και στην κόλαση και ψαχνόμαστε -, μαλλί αερόστατο, χρώματος σάπιο καρότο, έντονο φουξ κραγιόν και ένα μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι στον αριστερό παράμεσο. Με μια μεγάλη πέτρα. Ροζ.

Με μπαλετική χάρη, χωρίς να μου πέσει καμία σακούλα, αλλά, κυρίως, χωρίς να αφήσω το χέρι του μικρού, γιατί ήμασταν και δίπλα στον δρόμο, και με τα γυαλιά ακόμη στο στόμα σηκώθηκα στις πλατφόρμες μου και ίσιωσα και πάλι το κορμί μου – όσο έφτανα, γιατί το μικρό μου πέφτει κοντό όταν φοράω πλατφόρμα. «Ευχαριστώ για τη βοήθεια», μούγκρισα, όμως το μόνο που βγήκε ήταν κάτι που έμοιαζε με «μμμμμχμχχχμμββγγγγμμμ», οπότε δεν την κακίζω που δεν το κατάλαβε.

Η άλλη με το ημιελεύθερο χέρι της με βοήθησε να βγάλω τα γυαλιά από το στόμα και να τα βάλω στο κεφάλι μου. Χωρίς κάτι να μου κρέμεται πια, μπόρεσα να παρατηρήσω τον κόσμο γύρω μου, αρκετά για να αντιληφθώ μια κοσμοσυρροή προς την πλευρά που κοιτούσε η «κυρία».

Σημαιούλες κρεμασμένες πάνω από τον δρόμο, άνθρωποι να μπαινοβγαίνουν σε μια εκκλησία και ψαλμωδίες. Κοίταξα την άλλη, με κοίταξε κι εκείνη. Η απορία ήταν κοινή. Το μικρό στον κόσμο του. «Τι παίζει εκεί;» ρώτησα την «κυρία» όλη απορία. Εκείνη με κοίταξε από κάτω έως πάνω, από τις πλατφόρμες μου, στο σορτσάκι μου, στο μπλουζάκι μου, στα γυαλιά ηλίου, στην ψηλή στραβή κοτσίδα μου. Μετά έβγαλε τα μπεζοκαφεσκατουλί γυαλιά ηλίου της για να αντιληφθώ ότι δεν με κοιτάει απλά – με κοιτάει περιφρονητικά.

«Του Σωτήρα είναι σήμερα κορίτσι μου», μου είπε.

«Γιορτάζουμε τον Χρήστο τον Βελώνη;;» είπαμε και οι δύο και γελάσαμε πνιχτά, η μία κρατώντας το μάγουλο από την πλευρά της εξαγωγής. Η «κυρία» δεν το εκτίμησε. «Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος είναι σήμερα, έξι Αυγούστου είναι, τι δεν καταλαβαίνετε;;» φώναξε σχεδόν, μέσα από τα δόντια της. Σοβαρευτήκαμε αμέσως, και ο μικρός πέταξε μια πέτρα που είχε μαζέψει από τον δρόμο και στάθηκε προσοχή. «Θαύμα» σκέφτηκα, αλλά σώπασα. Δεν ξέρω την άποψη της Εκκλησίας για τα μικρά καθημερινά θαύματα, και δεν ήθελα να πιέσω την τύχη μου. Είδα και την άλλη, σε στάση ημιπροσοχής, με το χέρι μόνιμα κολλημένο στο σημείο της εξαγωγής, ψάρωσα.

Μας είδε τρομαγμένες η «κυρία», μαλάκωσε. «Πάτε μέσα, είναι και ο Άνθιμος», είπε, και χαμογέλασε ένα μπεζουλί χαμόγελο κάτω από μια φουξ τέντα. Η φωνή από τα μεγάφωνα άξαφνα πήρε πρόσωπο, και η εικόνα των ανθρώπων να μπαινοβγαίνουν στην εκκλησία έβγαλε νόημα. «Ναι, θα κάνουμε γεμιστά, μας χρειάζεται λίγος Άνιθος…», είπε η άλλη, οι πρώτες λέξεις μετά από την εξαγωγή.

«Να μπείτε να ανάψετε ένα κεράκι!», φώναξε άγρια στις πλάτες μας η «κυρία».

«Σιγά μην ανάψουμε λαμπάδα» είπε κάποια από εμάς.

«Αντίχριστες!» μας φώναξε.

«Κομοδίνο» ίσως να της είπε ο μικρός. Ίσως και όχι. Αν το είπε, πάντως, μάλλον θα είναι θαύμα.

Χαμένοι από χέρι

Image«Αυτοί είναι χαζοί, νομίζουν ότι θα αλλάξουν τον κόσμο, μην τους δίνεις σημασία». Τη συμβουλή αυτή έδωσε στην 7χρονη-8χρονη* κόρη της μια μαμά που με προσπέρασε με βιασύνη κάπου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Είχαν μόλις δει κάποια διαμαρτυρία, μάλλον για την απελευθέρωση του Κ. Σακκά, ή κάποιο σχετικό πανό, ή κάποια διαμαρτυρία για την ΕΡΤ, ή κάποιο happening (γεμάτες είναι οι πόλεις, πια, δεν μπορείς ούτε επιτόπου να γυρίσεις χωρίς να πέσεις επάνω σε κάτι) και το κοριτσάκι είχε απορίες. Ελπίζω ότι κατάφερε να κοιμηθεί το βράδυ, γιατί οι πληγές από το κόψιμο των φτερών τσούζουν τον πρώτο καιρό. Μετά αναισθητοποιείσαι και δεν νιώθεις πια και πολλά.

Αυτή η ηλικία, όταν το αίμα αρχίζει να βράζει, η περιέργειά εκτοξεύεται και το βλέμμα παίζει δεξιά και αριστερά, αυτή είναι η σωστή ηλικία για να προσγειώσεις ένα παιδί, να το κατευθύνεις σωστά, προς την απόλυτη νιρβάνα, την ευτυχία της άγνοιας, να το τοποθετήσεις στον μονόδρομο του βολέματος και να το σώσεις από μελλοντικούς προβληματισμούς, ανησυχίες και αγωνίες. Έτσι μόνο μπορείς να του δώσεις τη ζωή που πάντα ονειρευόσουν γι’ αυτό και να του εξασφαλίσεις ένα μέλλον γεμάτο ικανοποίηση και επιτυχίες – τις οποίες ουδέποτε ονειρεύτηκε, μαζί με άλλα πράγματα.

Μάλλον.

Εγώ δεν είχα καλούς γονείς. Όταν ήμουν μικρή, η μαμά μου μου είπε «αυτός ο κόσμος δεν είναι καλός. Εσύ θα τον αλλάξεις, γιατί αν δεν το κάνεις εσύ, δεν θα το κάνει κανένας». Κι εγώ ονειρευόμουν ότι θα έπαιρνα το στυλό και το χαρτί μου και με όπλο αυτά θα άλλαζα τον κόσμο. Βράδια ολόκληρα θυσίαζα τον ύπνο μου για κάτι βιβλία και έγραφα ασταμάτητα. Μέσα από τις παιδικές λέξεις έλαμπαν φωτίτσες ελπίδας ότι, δες, αυτή είναι, αυτή που τα ξεκίνησε όλα. Από την άλλη, ο μπαμπάς μου δεν συμφώνησε ποτέ με ούτε μία μου επιλογή. Μου πήρε, όμως, χρόνια για να το καταλάβω. Αγόγγυστα συνεισέφερε σε ό,τι ήθελα να κάνω – τρίτη δέσμη; ΟΚ. Δημοσιογραφία; ΟΚ. Αθήνα; ΟΚ. Θεσσαλονίκη; ΟΚ. Αμερική; ΟΚ. Χορός; ΟΚ. Γλώσσες; ΟΚ. Γράψιμο; ΟΚ. (…εγώ γιατρός ήθελα να γίνεις, για να μπορώ να σε βοηθάω… Αλλά ό,τι θέλεις εσύ…)

Δεν είχα και καλούς φίλους. Όταν ήμουν έφηβη, περνούσα τα διαλείμματά μου με την Τζοάννα, ανταλλάσσοντας βιβλία, σκέψεις, σημειώσεις. Αργότερα, με τη Σοφία, γράφαμε σενάρια και σχεδιάζαμε πλάνα για τις ταινίες μας, ανταλλάσσαμε δίσκους και βιβλία και προσπαθούσαμε να ξυπνήσουμε τη Μαρία, η οποία θα μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο με μια κίνηση – αν ξεκολλούσε το κεφάλι από το μαξιλάρι! Όλοι μου έλεγαν «κάνε όνειρα».

Και «μεγάλη», πια, όμως, ατύχησα. Έμπλεξα με κακές παρέες. Με την Αντιγόνη που με τσιγκλούσε μονίμως και πάντα ανέβαζε τον πήχυ λίγο ψηλότερα. Με τον Πάνο, που σιωπηλά αλλά σταθερά μου κρατούσε το χέρι και με συνόδευε στους περίεργους δρόμους που διάλεγα. Με τον Μπάμπη και τον Παναγιώτη και τον Δημήτρη και όλους εκείνους που μου έδειχναν τα στραβά, ένα – ένα, και μου έλεγαν «τι θα κάνεις εσύ γι’ αυτό;» και «πώς σου φαίνεται αυτό;» και ποτέ δεν πήραν αψήφιστα μια λέξη μου και ποτέ δεν θεώρησαν δεδομένη την απάντησή μου και ποτέ δεν μου τάισαν απόψεις και «πρέπει», και μου έλεγαν «σκέψου, τι ζωή θέλεις να παραδώσεις στον ανιψιό σου;».

Και δεν είχα καλό ανιψιό, γιατί τον έβλεπα να σπαράζει από το κλάμα γιατί του έλειπε η πιπίλα του και να με κοιτάζει στα μάτια και να μου λέει «Ζεν αντέχω άλλλλλλλο» δακρυσμένος και νυσταγμένος και έλιωνα εγώ και σκεφτόμουν «αν κλαίει έτσι για την πιπίλα, πώς θα κάνει για τη ζωή που θα μπορούσα να του δώσω αλλά δεν του έδωσα, γιατί έκλεισα το μυαλό μου στο καλύτερο;».

Και μάλλον, τελικά, δεν θα γίνω καλή θεία ή καλή μαμά. Γιατί το πρώτο πράγμα που μου βγαίνει από το στόμα κάθε φορά που βλέπω τον ανιψιό μου είναι: «κάνε όνειρα, πουλάκι μου, εσύ θα αλλάξεις τον κόσμο. Εσύ κι εγώ μαζί».

Χαμένοι όλοι, από χέρι…

* κάπου εκεί, ποιος ξέρει πια με τα παιδιά, σαν πιο ψηλά να βγαίνουν τα τελευταία χρόνια, σου λέει η άλλη «είμαι 14» και σου έρχεται σφαλιάρα από κάπου από το σύμπαν, εγώ στα 14 ήμουν 1,45 το πολύ – και σιγά μην ήμουν τόσο –, τέλος πάντων…