Και πάλι από την αρχή…

alleyΗ νύχτα τη βρήκε εκεί, χωμένη στη γωνία, ριγμένη επάνω σε ένα χαρτόνι, λάσπη και κάτι που μυρίζει επίμονα σαν κάτουρο σκύλου. Τα πόδια της κοιτάζουν στο πλάι, ξυπόλητα, όμως ο θώρακας, γυρισμένος αφύσικα προς τα κάτω, πιέζει το στήθος της στο χαρτόνι, ενώ το μισό της πρόσωπο ακουμπάει στο βρώμικο τσιμεντένιο δάπεδο.

Τα μάτια κλειστά, το στόμα μισάνοιχτο.

Αυτό που κάποτε ήταν τα μακριά μαύρα της μαλλιά κρέμεται θλιβερό και βρώμικο από το κεφάλι της, με ασύμμετρες άκρες, και ανεξήγητα κενά – σαν κάποιος να την έσερνε από εκεί, βγάζοντας πού και πού τούφες, τις οποίες, άχρηστες, ξεφορτωνόταν με αηδία. Το γιορτινό κόκκινο φόρεμα της, με κάθετες γραμμές από ροζ και χρυσές πούλιες, βρώμικο, ξεθωριασμένο, σκισμένο στο στομάχι και στα πόδια, με την αριστερή τιράντα να κρέμεται άψυχα, αφήνοντας να ξεμυτίσει ένα κομμάτι κρυμμένης σάρκας.

Μια αστραπή, ένας κρύος αέρας, ο απόηχος από ένα τραγούδι, μακρινές φωνές και μερικές νιφάδες, που απαλά αρχίζουν να πέφτουν, σκεπάζοντας τον γιορτινό σωρό από απομεινάρια. Το περιεχόμενο ενός ποτηριού σαμπάνιας αδειάζει στο πρόσωπό της και η ζωή σιγά-σιγά αρχίζει να επανέρχεται.

Ανοίγει τα μάτια διστακτικά. Μπροστά της δύο ζευγάρια πόδια αταίριαστα. Προχωράει προς τα επάνω, το ένα ζευγάρι οδηγεί πιο γρήγορα στο πρόσωπο ενός μωρού, που κρατάει μια χρυσή κουβέρτα, με ένα χαμόγελο άγνοιας και προσμονής. Στο χέρι του περασμένο ένα άλλο χέρι, κοκαλιάρικο. Εκείνο ακολουθάει τώρα το βλέμμα της και οδηγείται στα ανακουφισμένα μάτια ενός γέρου, γυμνού, ζαρωμένου, κάτισχνου, που την κοιτάζουν μέσα από δύο βαθιές κόγχες. Στο κατάλευκο ρυτιδιασμένο γεμάτο ρόζους χέρι του χάσκει άδειο ένα ψηλό κρυστάλλινο ποτήρι.

«Σήκω» της ψιθύρισε ο γέρος. «Φεύγω».

Ανασήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε για ώρα.

«Δεν θέλω», του απάντησε.

«Έφερα αυτόν» της είπε, σαν να ήταν επιχείρημα, και σήκωσε προς τα μπρος το χέρι στο οποίο κρατούσε το μωρό, κάνοντάς το να σκουντουφλήσει ένα-δυο γρήγορα βήματα.

Το περιεργάστηκε χωρίς να βιάζεται. Εκείνο σαν να μην ήξερε τι κάνει εκεί, κρεμόταν από το χέρι του γέρου. Στρουμπουλό, χωρίς μαλλιά, με δύο ροζ χειλάκια μισάνοιχτα, στη μέση ενός χαμόγελου. Τα μάτια του ανοιγόκλειναν σχεδόν με ρυθμό, κοιτάζοντάς τη με μισή απορία.

Κοίταξε πάλι το γέρο.

«Δεν θέλω».

«Και τι θα κάνεις;»

«Θα κάτσω εδώ, θα κοιμηθώ».

«Κι εδώ θα σε βρει. Όπου κι αν είσαι, θα σε βρει. Καλύτερα να είσαι στα πόδια σου. Πίστεψέ με».

Έκλεισε πάλι τα μάτια.

Σκατόγερε.

Ένιωσε το λαιμό της να καίει, το στόμα της συσπάστηκε νευρικά.

Σκατόγερε.

Ξεφύσηξε δυνατά, σηκώθηκε στις παλάμες της και έριξε το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε. Μάζεψε τα πόδια κοντά στο σώμα και σήκωσε με τα χέρια τα μαλλιά της. Χτένισε με τα δάχτυλά της από επάνω τους τη λάσπη και τα έδεσε σε έναν άσχημο ψηλό κότσο. Έκανε να σηκωθεί και παραπάτησε. Ο γέρος της έδωσε το χέρι. Τον κοίταξε.

«Έλα, πάμε».

Έπιασε το χέρι του και σηκώθηκε. Πήραν να περπατάνε μέσα από το λεπτό χιόνι που σιγά-σιγά έπεφτε παγώνοντας τον αέρα. Μια παράξενη τριάδα: εκείνη, ξυπόλητη, κουτσαίνοντας, το κόκκινο φόρεμα να κρέμεται στο μισό της κορμί, στη μέση ο γέρος, μισοπεθαμένος. Στα δεξιά το μωρό, με αστεία, αβέβαια, γρήγορα βηματάκια να πλατσουρίζει στις λακκούβες, να κλωτσάει πετραδάκια, το βλέμμα να χαϊδεύει τα κτίρια τους δρόμους, τις κολώνες, ρουφώντας τις νέες πληροφορίες, αφήνοντας εδώ κι εκεί μικρά πνιχτά γελάκια. Το δεξί του χέρι πίσω από την πλάτη, η γροθιά σφιγμένη σε ένα καλοσχηματισμένο κωλοδάχτυλο.

Μεσημέρι

Siesta

Έξω από το παράθυρο, μια ζεστή δροσιά αγκαλιάζει το χέρι μου, τη φέρνω μέσα, την ακουμπάω στο μάγουλο, πριν τη σωριάσω μαζί μου στο πουφ. Τόσο κοντά στο πάτωμα νιώθει κανείς το πέρασμα των αιώνων να γρατζουνάει το ξύλο – ένα χάδι ξερό και βαρύ, φορτωμένο ιστορία.

Ή έχουμε ζουζούνια.

Ρίχνω το κεφάλι στην πλάτη του πουφ κι εκείνο μένει να αιωρείται βαρύ κρεμασμένο από τους ώμους μου. Ένα σύννεφο ασημένιας υγρασίας χρυσίζει το ταβάνι, γυαλίζει τους τοίχους, κοκκινίζει τα πόδια μου. Από μέσα του ένας ήλιος κάτασπρος σφάζει μουγκά την ησυχία του μεσαιωνικού διαμερίσματος.

Σιωπή.

Στο βάθος της πόλης μια τηλεόραση κλαίει αρρώστιες, πανηγυρίζει το μέτριο, σκοτώνει κινήματα. Φόβοι κοιμούνται, όνειρα δεν γίνονται, πλάτες γυρίζουν με νόημα και η γάτα του Μάσιμο με κοιτάζει στα μάτια και ψιθυρίζει: «Δεν ελπίζεις πια σε τίποτα».

Πνιγμένα χαμόγελα.

Στο βάθος του κόσμου το μεσημέρι απλώνεται, τα βλέφαρα κλείνουν, η ραστώνη κυλάει βαριά σαν σταγόνα στο πλάι του αυχένα σου. Φωνές που είναι ανύπαρκτες, μια κρίση ακυρώνεται, απώλειες που σβήνονται μονοκοντυλιά και το φιλί του Ιούδα από χείλη εύμοιρα.

Απόσταση.