Και πάλι από την αρχή

corridorΜπήκε στον προθάλαμο τρέχοντας και γελώντας. Ντυμένη με ένα εκθαμβωτικό φουξ φόρεμα που άστραφτε καθώς χόρευε, με τα μαλλιά της μαζεμένα έναν χαλαρό, ψηλό, ανέμελο κότσο, πιτσιλούσε σαμπάνια από το ψηλό ποτήρι της όσο γελούσε με την καρδιά της, τραγουδούσε και στριφογύριζε σε μια γλυκιά ζαλάδα.

Μαζί της στον χορό μικρά παιδιά αλλά και μεγάλοι, φίλοι και άγνωστοι, που την κρατούσαν από το φόρεμα, της τραβούσαν τα χέρια, τη σηκώναν ψηλά, της πληγιάζαν την πλάτη και της χαϊδεύαν τα μαλλιά, άνοιγαν τα χέρια τους χωνιά και εκσφενδόνιζαν το κελαρυστό της γέλιο, ένωναν τις παλάμες τους και βίαια της έκλειναν τα μάτια.

Η  μουσική σταμάτησε, τα φώτα έσβησαν, η γιορτή πέρασε. Ξύπνησε σε μια γωνία του διαδρόμου – γύρω της, θολές παγιέτες, σπασμένες, βρώμικες. Μια λιμνούλα σαμπάνιας είχε στεγνώσει, αφήνοντας πίσω της ένα αχνό κολλώδες ίχνος. Κάτω από τα μάτια ένα μαύρο δρομάκι είχε χαράξει την πορεία της μάσκαρας, που έλιωνε καθώς περνούσε η ώρα.

Στο χέρι της τα χέρια εκείνων που είδαν τον χρόνο να σταματάει. «Σήκω» της είπαν. «Τελείωσε το πάρτι, αρχίζει η ζωή».

Σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει. Ο διάδρομος ήταν μακρύς και σκοτεινός, δεν μπορούσε να δει το τέλος του. Ψηλάφισε τον τοίχο, μήπως βρει κάποιον διακόπτη, χωρίς τύχη. Της φάνηκε μόνο πως άγγιξε το χέρι κάποιου άλλου, που ψηλάφιζε κάποιον άλλο τοίχο, ψάχνοντας διακόπτη. Ο τοίχος, όμως, ήταν άδειος.

Συνέχισε την πορεία της, με αργά βήματα. Κάθε της πάτημα διαφορετικό. Βαρύ, ελαφρύ, σίγουρο, σύντομο, περίεργο. Και όσο κατέβαινε τον διάδρομο, αυτός κόνταινε, μα το τέλος του δεν φαινόταν. Και πού και πού ξεφύτρωνε ένα παράθυρο. Από ένα ξεφορτώθηκε με ανακούφιση κάτι που της βάραινε τα πόδια,  της μουντζούρωνε το κραγιόν, της έκλεινε το στόμα, ένα βάρος που χρόνια την τραβούσε προς τα κάτω. Από ένα άλλο, άρπαξε μια πεταλούδα και την άφησε να πετάει δίπλα της. Σε ένα τρίτο αγκάλιασε νέους φίλους και συνέχισε μαζί τους να γελάει. Από κάποια βγήκε πετώντας, για να μπει γελώντας από κάποια άλλα.

Στον χορό αυτό των παραθύρων και του διαδρόμου στροβιλιζόταν χωρίς ισορροπία. Και ούτε μια φορά δεν κοίταξε πίσω, και ούτε θρήνησε όσα και όσους άφησε. Φορτωμένη και ξαλαφρωμένη έφτασε στο τέλος του διαδρόμου.

«Τώρα;» ρώτησε εκείνους που είδαν τον χρόνο να σταματάει.

«Τι τώρα;», της είπαν εκείνοι. «Τώρα χόρεψε. Πιες, φάε και τραγούδα. Γιατί αύριο το πάρτι τελειώνει, αρχίζει η ζωή».

Της έδωσαν το ποτήρι, της έβαλαν σαμπάνια και με ένα γλυκό φιλί από τον καθένα, το πάρτι ξανάρχισε.

Η πάχνη σαν άχνη κεφάλι σου φτιάχνει

ImageΤο κρύο από το σκαλοπάτι εδώ και πολλή ώρα έχει σκαρφαλώσει στη σπονδυλική  μου στήλη και κάνει μονόζυγο στο τελευταίο μου πλευρό. Επί 45 λεπτά είμαι πεταμένη στα σκαλιά του σινεμά «Αλέξανδρος» με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια και προσπαθώ να καταλάβω πότε γύρισα το κινητό μου σε ελληνική ώρα, υποχρεώνοντάς με να έρθω μια ώρα νωρίτερα στο ραντεβού μου – αφού νόμιζα πως το κινητό μου είναι σε ώρα Ιταλίας άρα ετοιμάστηκα σε ώρα Ιταλίας, αφού όμως αυτό είχε μπει σε ώρα Ελλάδας από μόνο του, εγώ έφτασα σε ώρα Ιταλίας σωστά, σε ώρα Ελλάδας μια ώρα νωρίτερα και δεν μπορώ παρά να σκεφτώ πως κανείς στην Ελλάδα δεν κάνει τίποτα στην ώρα του, κι αυτό ίσως τελικά να οφείλεται στο ότι δεν έχουν τη σωστή ώρα, μόνο εγώ, όμως, είμαι πάντα στα ραντεβού μου νωρίς, ακόμη και τόσο νωρίς, ακόμη και όταν τα ραντεβού είναι άγρια χαράματα. Οποιασδήποτε χώρας.

Και τι σκατά είναι αυτό το «Μαμασίτα» που τραγουδάω από την ώρα που προσγειώθηκα;

«Ντόντεστασάντουκλος» ψιθυρίζω μισοσουρωμένη ακόμη από τη χθεσινοβραδινή κραιπάλη και παρατηρώ με το μισό μάτι ανοιχτό πως κι εκείνο με παρατηρεί με το μισό μάτι ανοιχτό. Είναι βρώμικο, χοντρό και με κοιτάζει με αυθάδεια. Εντοπίζει την αδυναμία μου, από αυτή αντλεί το θράσος του και στέκεται ατρόμητο μισό μέτρο από τη μύτη της αρβύλας μου.

Εικάζω πως ο φαντάρος που φορούσε τη συγκεκριμένη αρβύλα στον ιταλικό στρατό δεν είχε κλωτσήσει ποτέ δεκοχτούρα. Ή, τουλάχιστον, έτσι θέλω να πιστεύω. Σίγουρα, όμως, θα το είχε σκεφτεί. Οι σκέψεις μας συναντήθηκαν όταν το πουλί τέντωσε το αριστερό πόδι, το έφερε πιο μπροστά από το δεξί, και χωρίς καθόλου να τραβήξει το βλέμμα του από το δικό μου, σταμάτησε ένα βήμα πιο κοντά μου.

«Challenge accepted».

Με 26 αποφασιστικές κινήσεις ξεκόλλησα αργά – αργά το τομάρι μου από τα σκαλιά του σινεμά και όρθωσα το ανάστημά μου μπροστά του. Η σκιά μου έπεσε βαριά επάνω στο κεφάλι του, εκείνο, όμως, δεν σάλεψε.

«Πώς σου φαίνεται αυτό;», το ρώτησα και με μια απότομη κίνηση έσκυψα, άνοιξα τα χέρια και ξεφύσησα πολύ κοντά στο αυτί του.

Δεν σάλεψε.

Έκανα ένα μικρό βήμα προς το μέρος του και έκανε ένα μικρό βήμα προς τα πίσω.

«Μικρό αναιδές κάθαρμα» σκέφτηκα και χαμογέλασα. Έκανα άλλο ένα βήμα κι εκείνο γύρισε την πλάτη και, και καλά αμέριμνα, άρχισε να προχωράει προς την άλλη πλευρά.

Συνέχισα να περπατάω από πίσω του. Αργά εκείνο μπροστά, αργά κι εγώ από πίσω. Τα χέρια μου, βαθιά στις τσέπες του παλτού, παρότι δεν κρύωνα πια, τα βήματά μου μετρημένα μα αποφασιστικά, η σκιά μου απειλητική πάνω στο μικρό, γκρίζο σώμα του. Με πεταχτές κινήσεις γυρνούσε στα κλεφτά και με κοιτούσε, συνεχίζοντας την πορεία του σταθερά προς την αντίθετη πλευρά από εκείνη που με βρήκε.

Ενδόμυχα (όχι και τόσο) διασκέδαζα τον ολοφάνερο κεκαλυμμένο φόβο της δεκοχτούρας, η οποία τάχα ανέμελα αλλά με τα μάτια κολλημένα όσο μπορούσε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, όπου δέσποζε η παρουσία μου, περπατούσε προς το παρκάκι.

Μπρος η τρομαγμένη δεκοχτούρα, πίσω η μεγαλοπρέπειά μου, πλακάκι – πλακάκι το φάγαμε το πεζοδρόμιο. Λίγο εντυπωσιασμένη, λίγο ενοχλημένη που το ανήμπορο πουλί δεν επέλεξε να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει – πόση αυθάδεια, πόση αμφισβήτηση της εμφανούς εξουσίας μου επάνω του – μπήκα μαζί του στο παρκάκι. Ένιωσα την πάχνη του πρωινού γρασιδιού επάνω στις αρβύλες μου και ένα μικρό ρίγος με διαπέρασε, λόγω της απότομης αύξησης της υγρασίας. Ή λόγω των δεκάδων μικρών, μαύρων, έντονων βλεμμάτων που ξαφνικά καρφώθηκαν επάνω μου.

Σήκωσα τα μάτια και τα κοίταξα. Είκοσι, μπορεί και τριάντα, γκρίζες, βρώμικες δεκοχτούρες κάθονταν στο γρασίδι, σε παγκάκια, στα κάγκελα, στο πεζούλι, σε κλαδιά δέντρου και με κοίταζαν.

«Ο εχθρός» γύρισε σιγά – σιγά προς το μέρος μου και σήκωσε το κεφάλι. Το βλέμμα του, μοχθηρό, παγωμένο, θριαμβευτικό.

«Τώρα;»

Έστριψα αργά-αργά στη φτέρνα μου και άρχισα να περπατάω προς το σκαλοπάτι. Πίσω μου, η σκιά είκοσι, μπορεί και τριάντα δεκοχτούρων που μετρούσαν τα βήματά μου με τα βήματά τους. Ένιωσα το σάλιο μου να στεγνώνει. Έβγαλα τα χέρια από την τσέπη για να μπορέσω να περπατήσω πιο γρήγορα και, το ορκίζομαι, σαν να άκουσα είκοσι, μπορεί και τριάντα καγχασμούς. Σχεδόν άρχισα να τρέχω, όταν, ξαφνικά, είδα το ραντεβού μου να έρχεται. Φρέναρα απότομα και τον κοίταξα έντρομη στα μάτια.

«Τι έπαθες;» με ρώτησε ξαφνιασμένος.

«Τίποτα. Δεν έπαθα τίποτα. Έμαθα κάτι, όμως. Φαίνεται πως κανείς δεν είναι πολύ μικροσκοπικός για να σου την φέρει…»