Τρίφυλλο κατσικάκι

Image

Περπάτησα ξυπόλυτη μέχρι τη μέση του λιβαδιού. Η δροσιά της χλόης γαργαλούσε την κάμαρα των ποδιών μου, ανεβάζοντας στον λαιμό μου μια παιδικότητα χαμένη στα χρόνια. Στάθηκα κάτω από ένα δέντρο, σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και έψαξα τον ουρανό. Από επάνω μου, μια σκεπή από φύλλα και κλαδιά. Εδώ θα κάτσω.

Άνοιξα την τσάντα μου και έβγαλα το γαλάζιο τάπερ. Άνοιξα το καπάκι και κοίταξα μέσα. Εκεί με περίμενε μια πανδαισία χρωμάτων. Μια μυρωδάτη σαλάτα, με μαρουλάκι, άνιθο, πατατούλα, λεμονάκι, κρεμμυδάκι και μια ακόμη νόστιμη πρασινάδα, που υπογράμμιζε, αναδείκνυε και συμπλήρωνε τις γεύσεις στον ουρανίσκο μου. Έβγαλα το πιρούνι μου και άρχισα λαίμαργα να κατακρεουργώ ό,τι βρισκόταν στον δρόμο μου.

Άξαφνα, εν μέσω πατάτας και πρασινάδας, στην ακρούλα του δροσερού ορίζοντα, ξεπετάχτηκε από το πουθενά ένα αρνάκι. Με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη και το πιρούνι στο χέρι έμεινα να το κοιτάζω. Τα υγρά και τεράστια ματάκια του φιλοξενούσαν ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης. Διστακτικά αλλά αποφασιστικά, περπάτησε τα λίγα μέτρα χλόης που μας χώριζαν, με πλησίασε και έβαλε το κεφαλάκι του επάνω στο γόνατό μου. Γουργούρισε ευχαριστημένο, κατόπιν σήκωσε το βλέμμα του, συνάντησε το δικό μου και σε μια κίνηση αιφνιδιασμού, άνοιξε το στόμα και μου είπε: «σε ευχαριστώ που δεν με τρως».

Το σοκ που ακολούθησε δεν με άφησε καν να εκπλαγώ όταν το αρνάκι, με βήμα αργό, σηκώθηκε απαλά στον αέρα, πέρασε μέσα από ένα σύννεφο και χάθηκε στο απέραντο γαλάζιο.

Αργά κατέβασα το βλέμμα προς τη σαλάτα μου. Τι χόρτο είναι αυτό που τρώω;;;

Παστίλιες για τον πόνο του άλλου

Ευγένιος Τριβιζάς φορ δε γουίν!

Το ξέρω ότι υποφέρεις. Το ξέρω, γιατί υποφέρω κι εγώ μαζί σου. Η αβεβαιότητα, η κατάθλιψη, η απογοήτευση, η ανεργία, το σκοτεινό μέλλον, οι μηδενικές ελπίδες επαγγελματικής αποκατάστασης… Ο φόβος μήπως αρρωστήσεις, και τι θα γίνεις αν – χτύπα ξύλο – κάτι σου συμβεί…

Ο πόνος σου είναι και δικός μου πόνος.

Θέλω, όμως, να σταθείς για μισό, μόνο, λεπτό και να με ακούσεις. Επειδή στον πλανήτη αυτό, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν είμαστε απομονωμένοι. Και επειδή, αυτό που εσύ σήμερα ζεις – και είναι τραγικό – σε κάποια άλλα σημεία αποτελεί καθημερινότητα εδώ και δεκαετίες. Αυτή η κατάσταση, στην οποία εσύ φοβάσαι ότι θα περιέλθεις, είναι για εκείνους μια κατάσταση στην οποία ελπίζουν ότι μια μέρα θα ανέλθουν. Άνθρωποι σε χώρες μακρινές, για τις οποίες πιθανόν να μην έχεις ακούσει ποτέ τίποτα, πέρα από το ότι «εκεί πεινάνε», αλλά και άνθρωποι που μένουν στο διπλανό διαμέρισμα, για τους οποίους ίσως και να μην ξέρεις ότι πεινάνε: ή ίσως να μην ξέρεις πώς να τους βοηθήσεις.

Αν είσαι άνθρωπος που βοηθάς, ακόμη και αν είσαι άνθρωπος που ελπίζεις πως μια μέρα κάποιος θα βοηθήσει εσένα, ξέρεις πως ακόμη και η πιο μικρή συμβολή στα κατάλληλα χέρια πολλαπλασιάζεται. Εδώ – ακριβώς σε αυτό το σημείο – έρχεται να μπει η εξαιρετική καμπάνια των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, που παρουσιάστηκε σήμερα στην Αθήνα: και το όνομα αυτής, «Παστίλιες».

Μην απορείς. Μόνο αγοράζοντας ένα κουτάκι παστίλιες (τις Παστίλιες των ΓΧΣ, ε, όχι όποιες νά ‘ναι!) μπορείς να βάλεις το χεράκι σου, και μαζί με το δικό μου χεράκι, και το χεράκι πολλών άλλων, να σηκώσουμε λίγα από τα βάρη που τόσοι κουβαλάνε στις πλάτες τους. Ένα κουτάκι από τις παστίλιες αυτές, που θα μπορείς να βρίσκεις στα φαρμακεία, θα στοιχίζει 1,60 (από ό,τι διαβάζω), χρήματα που θα πηγαίνουν απευθείας στα προγράμματα της οργάνωσης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Τα έσοδα από την εκστρατεία υπολογίζεται πως θα βοηθήσουν τους γιατρούς της οργάνωσης να παρέχουν περίθαλψη σε χιλιάδες ανθρώπους σε διάφορες περιοχές του κόσμου, ανθρώπους που δεν έχουν άλλη πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Δεν είναι κι άσχημα, ε; Αυτό κι αν είναι οσμή ελπίδας, σε μια εποχή που τα χαστούκια μας έρχονται από όλες τις πλευρές.

@_Francesco Zizola

copyright Francesco Zizola

Δεν είναι, όμως, μόνο τα χρήματα (που είναι απαραίτητα, όμως, ίσως όσο ποτέ), αλλά και η διάδοση της εκστρατείας που θα βοηθήσει. Από στόμα σε στόμα, από μπλογκ σε μπλογκ, από τουίτερ σε τουίτερ, φέισμπουκ και δεν συμμαζεύεται, μπες εδώ και δες πώς μπορείς κι εσύ να βοηθήσεις.

Σε μια εποχή που δεν ξέρεις από πού να πιαστείς, ίσως είναι καλό, όταν σκοντάφτουμε πάνω σε μια τόσο θετική προσπάθεια, να τη στηρίζουμε όλοι όπως μπορούμε. Και, μιας και το είπα αυτό, μπορεί κανείς να μου πει πώς στην ευχή θα βάλω στο μπλογκ μου αυτό το μπάνερ που κατέβασα για τις «Παστίλιες» και δεν ξέρω πού μπαίνει;

Ευχαριστώ και καλημέρα σας.

Υ.Γ. Θα ήταν παράλειψη να μην το πω, και όμως δεν το είπα: στην εκστρατεία συμμετέχει, αφιλοκερδώς και πολύ ενεργά, η APIVITA.

Στην υγειά της αχάριστης

Με το μυαλό μου ψάχνω να βρω δουλειά στον Μάρσαλ. Πώς να τα βγάλουν πέρα στο Μανχάταν, όταν δουλεύει μόνο η Λίλι; Είναι κι εκείνη μια απλή νηπιαγωγός, δεν είναι, ας πούμε, στέλεχος σε μεγάλο χρηματοοικονομικό οίκο. Καλλιτέχνης ήθελε να γίνει, αλλά κατέληξε να γίνει νηπιαγωγός. Όχι πως κι αυτό το επάγγελμα δεν έχει την αίγλη του, ίσα ίσα, τρέφω μεγάλο σεβασμό για τους ανθρώπους που αποφασίζουν χωρίς φόβο και πάθος να αναλάβουν παιδιά που δεν είναι δικά τους. Εγώ έναν ανιψιό έχω, κι αυτόν δεν τον αφήνουν ποτέ μόνο μαζί μου, γιατί άμα χεστεί δεν τον αλλάζω.

«Θα ζητήσω από τη διπλανή μου να τον αλλάξει, έχει παιδί, ξέρει πώς γίνεται», είχα πει στην αδερφή μου, κι εκείνη χωρίς να μιλήσει, σήκωσε τον μπέμπη στα χέρια, φορτώθηκε τη μεγάλη πράσινη τσάντα του και αποχώρησε. Όσο περίμενε το ασανσέρ, της πρότεινα: «Μήπως να τον πάω στη μαμά; Κοντά είναι». Το βλέμμα που μου έριξε απομάκρυνε για μία εβδομάδα τα κουνούπια από τη γειτονιά.

Υπερβολές, αν με ρωτάς. Τι θα πάθαινε δηλαδή;

Τελικά, μετά από πολλές προσπάθειες, ο Μάρσαλ βρήκε δουλειά. Αφού έφτασε στο σημείο να πηγαίνει στο περίπτερο με τα εσώρουχα – τόσο χαμηλά έφτασε η αυτοπεποίθησή του – τον έβαλε ο Μπάρνι σε μια τράπεζα, που είχε εξαγοράσει η εταιρεία του. «Μα, γλύκα μου, εσύ δεν ήθελες να γίνεις δικηγόρος για το περιβάλλον;», ρώτησε όλο ενδιαφέρον η αγαπημένη σύζυγος, επειδή τόσο τον αγαπάει που δεν την ενδιέφερε που τα designer ρούχα της όταν τελείωναν τα γυρίσματα τα έπαιρνε πίσω η ενδυματολόγος του στουντίου και δεν της τα αγόραζε ο Μάρσαλ για να τα πάρει σπίτι. «Και να παίζω μπάσκετ για τους Χάρλεμ Γκλόουμπτρότερς ήθελα, και να με πληρώνουν με γλυκά», την κατακεραύνωσε με την πραγματικότητα ο Μάρσαλ, και το θέμα τελείωσε εκεί. Αφού έβρισκαν το πιο τέλειο χάμπουργκερ στη Νέα Υόρκη, ο Μάρσαλ θα ένιωθε για λίγο και πάλι πως όλα είναι πιθανά, και την επόμενη ημέρα θα έβαζε το παντελόνι του (όλοι χαιρόμαστε που έχει έναν λόγο να φοράει παντελόνι το πρωί) και θα πήγαινε να δουλέψει στην τράπεζα της εταιρείας του Μπάρνι.

Αξιοκρατία παντού. Τόση υπομονή έκανε ο Μάρσαλ, και ανταμείφτηκε στο τέλος. Έτσι είναι, όταν κάνεις υπομονή, η ανταμοιβή έρχεται πάντα τη στιγμή που πρέπει, και με ένα δεξί κροσέ και μια γερή κλωτσιά στα αχαμνά σου υπενθυμίζει την πραγματική αξία αυτού για το οποίο τόσον καιρό καιγόσουν. «Τι είναι ενάμιση-δύο μήνες παραπάνω, τόση υπομονή κάνατε», αναρωτήθηκε προσφάτως μια ευγενεστάτη νεαρά, το όνομα της οποίας αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει, αλλά μου θυμίζει το γλυκό καλοκαίρι, και προφανώς έχει δίκιο. Ένας, δύο, πέντε, δεκατρείς, είκοσι μήνες παραπάνω… Τι σημασία έχουν, όταν αγωνίζεσαι για το γενικότερο καλό;

Χάρηκα πάντως για τον Μάρσαλ. Καλό παλικάρι, καλή και η Λίλι, το σωστό ήταν να έχει μια δουλειά.

«Μπράβο παιδιά», φώναξα στην τηλεόρασή μου, και σήκωσα το φλιτζάνι μου με τον καφέ, χαιρετίζοντας αυτή την αποκατάσταση της άδικης ανεργίας, από τον καναπέ μου, όπου παρακολουθούσα τη σειρά με τις πιτζάμες μου, στις 6 το απόγευμα, από έναν πλανήτη χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από εκεί που θα έπρεπε να είμαι. «Στην υγειά σας!», είπα, και ήπια μια γουλιά από τον εσπρέσο μου. «Salute!», μου φώναξε από απέναντι και ο Μάσιμο. Άνεργος κι αυτός.

 

Εννέα χρόνια μετά

Δεν σε θυμάμαι αυτή τη μέρα.

Σε θυμάμαι όλες τις προηγούμενες, για χρόνια. Κάθε μία ξεχωριστά.

Θυμάμαι να ξαφνιάζομαι στην πρώτη ματιά.

Θυμάμαι να με υποχρεώνεις σε απανωτά αναπόφευκτα χαμόγελα.

Να μαθαίνω. Να γελάω. Να φτύνω ψυχή. Όπως σπάνια πραγματικά γελούσα. Εγώ και η ψυχή μου. Παρέα στον καναπέ σου. Χέρι χέρι. Εγώ, εσύ, η ψυχή μου, οι άλλοι, λίγο κρασί, λίγη μπύρα…

Το γέλιο σου. Φοβόμουν πως θα το ξεχάσω, μα δεν γίνεται. Δυνατό, γάργαρο, μουσικό, ορμητικό, με παρέσερνε σε ατελείωτους στροβιλισμούς ζωής.

Πολλές φορές κλείνω τα μάτια και ψάχνω να το νιώσω ξανά. Να θυμηθώ πώς ήταν να χάνομαι σε εκείνη τη ζαλάδα που γεννούσε η παρουσία σου. Τότε σε νιώθω εκεί. Να με ταρακουνάς από τα χέρια και να μου λες: Ζήσε, ρε μαλάκα! Χόρεψε με τη ζωή! Τι φοβάσαι, ζήσε! Πέτα!

Εννέα χρόνια από εκείνο το πάρτι.

Μου λείπεις, ρε μαλάκα. Μου λείπεις κάθε μέρα.