Περπάτησα ξυπόλυτη μέχρι τη μέση του λιβαδιού. Η δροσιά της χλόης γαργαλούσε την κάμαρα των ποδιών μου, ανεβάζοντας στον λαιμό μου μια παιδικότητα χαμένη στα χρόνια. Στάθηκα κάτω από ένα δέντρο, σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και έψαξα τον ουρανό. Από επάνω μου, μια σκεπή από φύλλα και κλαδιά. Εδώ θα κάτσω.
Άνοιξα την τσάντα μου και έβγαλα το γαλάζιο τάπερ. Άνοιξα το καπάκι και κοίταξα μέσα. Εκεί με περίμενε μια πανδαισία χρωμάτων. Μια μυρωδάτη σαλάτα, με μαρουλάκι, άνιθο, πατατούλα, λεμονάκι, κρεμμυδάκι και μια ακόμη νόστιμη πρασινάδα, που υπογράμμιζε, αναδείκνυε και συμπλήρωνε τις γεύσεις στον ουρανίσκο μου. Έβγαλα το πιρούνι μου και άρχισα λαίμαργα να κατακρεουργώ ό,τι βρισκόταν στον δρόμο μου.
Άξαφνα, εν μέσω πατάτας και πρασινάδας, στην ακρούλα του δροσερού ορίζοντα, ξεπετάχτηκε από το πουθενά ένα αρνάκι. Με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη και το πιρούνι στο χέρι έμεινα να το κοιτάζω. Τα υγρά και τεράστια ματάκια του φιλοξενούσαν ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης. Διστακτικά αλλά αποφασιστικά, περπάτησε τα λίγα μέτρα χλόης που μας χώριζαν, με πλησίασε και έβαλε το κεφαλάκι του επάνω στο γόνατό μου. Γουργούρισε ευχαριστημένο, κατόπιν σήκωσε το βλέμμα του, συνάντησε το δικό μου και σε μια κίνηση αιφνιδιασμού, άνοιξε το στόμα και μου είπε: «σε ευχαριστώ που δεν με τρως».
Το σοκ που ακολούθησε δεν με άφησε καν να εκπλαγώ όταν το αρνάκι, με βήμα αργό, σηκώθηκε απαλά στον αέρα, πέρασε μέσα από ένα σύννεφο και χάθηκε στο απέραντο γαλάζιο.
Αργά κατέβασα το βλέμμα προς τη σαλάτα μου. Τι χόρτο είναι αυτό που τρώω;;;