Απόδραση

Image

– Πρέπει να βγω έξω. Αυτό το μισοσκόταδο με ζαλίζει. Το μέρος αυτό δεν είναι αυτό που νόμιζα. Πρέπει να βγω έξω.

Τριγυρνώ σαν τρελή, τρέχω παντού, πηδάω, χτυπάω πάνω σε τοίχους, κολώνες, έπιπλα, πέφτω, ξανασηκώνομαι, ξανατρέχω, πρέπει να βγω έξω.

Μου λείπει αέρας. Κουράζομαι και σταματάω. Πεσμένη στο έδαφος προσπαθώ να γεμίσω τα άδεια πνευμόνια μου, αλλά ο αέρας είναι παχύς, με πνίγει. Πρέπει να βγω έξω. Πρέπει να βρω το δρόμο.

Σηκώνω το κεφάλι και εκεί, μέσα σε χιλιάδες εικόνες, βλέπω λίγο φως. Εκεί, μπροστά, μακριά. Εκεί, ναι εκεί, τώρα το ξέρω, εκεί έχει αέρα. Σχεδόν πετιέμαι και αρχίζω να τρέχω προς τα εκεί, εκεί είναι το φως, ο αέρας. Η ζωή. Εγώ τρέχω και το φως μεγαλώνει. Το φως είναι εκεί! Τώρα είναι μεγάλο, μπορεί να με σκεπάσει, νιώθω τον αέρα να αραιώνει, σώθηκα, το φως είναι εδώ!

Ένα χτύπημα από το πουθενά και βρίσκομαι κάτω. Το φως είναι επάνω μου, το έξω είναι πια μπροστά μου, γιατί δεν μπορώ να βγω;

Σηκώνομαι και περπατάω, τώρα τρέχω, τρέχω προς το φως, δεν παίρνω τα μάτια μου από επάνω του, δεν μπορεί να ξεφύγει, δεν μπορώ να ξεφύγω, να το τώρα, επάνω μου, γύρω μου, όχι!

Κοιτάζω παντού, μπροστά το φως, πίσω το σκοτάδι κι εγώ στο όριο, κάτι αόρατο με κρατάει μέσα, απλώνω τα χέρια μου αλλά σταματάνε, δεν μπορούν να βγουν στο φως, η λάμψη του με χαϊδεύει, αλλά δεν μπορεί να με τυλίξει, όχι, κάτι με σταματάει, κάνω να σηκωθώ, σηκώνομαι, πηδάω, τώρα θα βγω, όχι, πάλι όχι, τι συμβαίνει.

Σηκώνομαι όρθια και κοιτάζω. Ρίχνω τα χέρια στον αέρα και πέφτω προς το φως, κάτι με κρατάει μέσα, δεν μπορώ να βγω, ρίχνομαι στον αόρατο φράχτη ξανά και ξανά και ξανά και ξανά, άφησέ με να βγω, πνίγομαι, θέλω να βγω έξω, πρέπει να βγω έξω, να φύγω από το σκοτάδι, να σωθώ, αλλά όχι, δεν με αφήνει, τώρα το σκοτάδι είναι ψηλά, είναι χαμηλά, είναι γύρω μου, είναι τα πάντα, είναι εγώ, είμαι εγώ… εγώ δεν είμαι πια…

 

– Ρε! Ρε Μπόχα! Ρε σταμάτα πια να σκοτώνεις τις μύγες που χτυπάνε στο τζάμι, βαρέθηκα να μαζεύω πτώματα!