Σήκωσα το φλιτζάνι και το έφερα στο στόμα μου. Η έκπληξή μου από τους ξηρούς καρπούς που χτύπησαν τα δόντια μου ήταν ταυτόχρονη με εκείνη που μου προκάλεσε το καυτό υγρό στο άλλο μου το χέρι, με το οποίο είχα προσπαθήσει να πιάσω τα φιστίκια. Περιτριγυρισμένη από αλατισμένα ξηροκάρπια, με τα δάχτυλα να στάζουν εσπρέσσο και το βαζάκι στο χέρι, θυμήθηκα τις προάλλες, που, με το δαχτυλίδι του δεξιού χεριού παγιδευμένο σε ένα φονικό κεφαλοκλείδωμα στην πλάτη της πλεκτής ζακέτας που φορούσα, έψαχνα χώρο σε ένα γεμάτο Feltrinelli να αφήσω τα βιβλία που κουβαλούσα, για να ξεσκαλώσω το χέρι μου και να καταφέρω επιτέλους να βγάλω το πορτοφόλι από την τσάντα.
Τα γεμάτα κατανόηση, αλλά κυρίως θυμηδία, βλέμματα των θαμώνων του καταστήματος μου έφερναν δάκρυα στα μάτια.
Δεν έχει περάσει καιρός από τη μέρα που, προσποιούμενη αγανάκτηση από κάτι που διάβασα στο τουίτερ, κατέβασα με μανία το (προστατευμένο από πολύ καλή θήκη) κινητό μου, στο μαρμάρινο τραπέζι της καφετέριας. Την πρόθεσή μου, δυστυχώς, δεν κατάλαβε εγκαίρως και ο δείκτης του δεξιού μου χεριού, ο οποίος δεν απομακρύνθηκε από το κάτω μέρος του τηλεφώνου. Αποτέλεσμα ήταν η θήκη του κινητού να αποδειχθεί αχρείαστη, μιας και αυτό που χτύπησε ήταν μόνο το δάχτυλό μου.
Ο οξύς πόνος μου θύμισε εκείνη τη μέρα που θα έβαζα για πρώτη φορά πουέντ, όταν από τη χαρά μου έτρεχα σε ολόκληρο το σπίτι, όπως κάνει ο Μπέμπης όταν τον πιάνει το υπέροχο τρελό του. Αποτέλεσμα της χαράς μου, να κλοτσήσω κατά λάθος την κουνιστή καρέκλα και να σπάσω δύο δάχτυλα. Ή τη φορά που, για άγνωστη αιτία, χάλασε η κλειδαριά της τουαλέτας, στην παραλία όπου μπανιαριζόμαστε τα καλοκαίρια. Μια φορά και μόνο, όλο το καλοκαίρι, και έτυχε σε εμένα. Μάταια φώναζα και βαρούσα με όλη μου τη δύναμη την πόρτα, ενώ με την ουρά του ψαριού του δαχτυλιδιού μου προσπαθούσα να παραβιάσω την κλειδαριά – χωρίς αποτέλεσμα. Έξω μπορούσα να ακούω τα γέλια και τις φωνές των άλλων λουομένων, ενώ εκείνη τη στιγμή η μουσική του μπιτσόμπαρου άλλαξε, από γκραντζ 90s σε τέκνορέιβνταμπαντουμπάδικα, σβήνοντας μια για πάντα τις ελπίδες μου κάποιος να με ακούσει. Δεν βοηθούσε και το ότι είχα επιλέξει τις τουαλέτες «που δεν πάει κανείς» για να είναι πιο καθαρές. Για να ολοκληρωθεί το κακό, έσβησαν και τα φώτα, και όσο και αν κουνούσα χέρια-πόδια, το φωτοκύτταρο δεν με έπιανε. Μισή ώρα μετά, ξαφνικά η κλειδαριά άνοιξε και πετάχτηκα έξω. Μόλις με είδε η παρέα μου, μου είπαν με ένα στόμα: «πού ήσουν ρε χαζή, έχασες τα δελφίνια!».
Η γελοιότητα της στιγμής μου έφερε δάκρυα στα μάτια.
Θυμήθηκα όταν έβαλα το όμορφο See by Chloe μου φόρεμα και έφαγα ένα χοτ ντογκ, μόνο που, όταν το δάγκωσα από επάνω, άνοιξε όλο από κάτω και ό,τι είχε μέσα, λουκάνικο, πατάτες, κέτσαπ, μουστάρδα, ντομάτα, κρεμμύδι, όλα έπεσαν επάνω μου, χαρίζοντάς του μια νέα, ανεξίτηλη «σαλιάρα». Ή τη φορά που σκαρφάλωσα στην καρέκλα για να ανεβάσω στο πατάρι μια κούτα βιβλία και, μόλις την ανέβασα πάνω από το κεφάλι μου, είδα το κάτω μέρος της να ανοίγει στα δύο και μετά έχασα το φως μου από τα βιβλία που με πλάκωσαν. Ή εκείνη τη μέρα που, από τη βιασύνη μου, έκλεισα το κεφάλι μου στο ντουλάπι. Ή όταν, καθισμένη σε παρέα, περιτριγυρισμένη από 30 άτομα, άφησα το ποτήρι μου στο τραπέζι και, γνωρίζοντας τι θα συμβεί, παρακολούθησα τη μέλισσα να χορεύει στον αέρα γύρω από το τραπέζι μας, πάνω από το τραπέζι μας, κάτω από το τραπέζι μας, και ενώ όλοι προσπαθούσαν να τη διώξουν, εγώ, παραδομένη στο αναπόφευκτο κάποιου είδους μοίρας, μετρούσα αντίστροφα μέχρι το ιπτάμενο ζουζούνι να κάνει τη βουτιά του στο κρασί μου.
Όσο οι άλλοι προσπαθούσαν να μην γελάσουν, μου έρχονταν δάκρυα στα μάτια.
Από τα γέλια.
Γιατί αν δεν γελάς με τον εαυτό σου, με ποιον μπορείς, πραγματικά να γελάσεις;