Μεγάλωσα λίγο σχιζοφρενικά. Από τη μία, ο πατέρας μου προσπαθούσε να μου εμφυσήσει την (τεράστια) αγάπη του για κάθε τι αθλητικό. Ως εκ τούτου, παρακολουθούσα – πολύ ευχάριστα, γιατί το έκανα μαζί του – όλα τα αθλήματα. Από την άλλη, η μητέρα μου προσπαθούσε να μου εμφυσήσει ένα ενδιαφέρον για τις τέχνες και τα γράμματα. Ως εκ τούτου, διάβαζα πολύ, ζωγράφιζα περισσότερο, έγραφα, τραγουδούσα – πολύ ευχάριστα, γιατί το έκανα μαζί της.
Τις περισσότερες φορές, όμως, συνδύαζα τις δύο αγάπες (μας) σε μία: ζωγράφιζα προσωπογραφίες του Νίκου Γκάλη. Και σε μια σπάνια έκλαμψη επιχειρηματικότητας, τις πουλούσα στη γειτονιά. Σε έναν αυτοσχέδιο πάγκο από καφάσια που περίσσευαν από τον κυρ-Σταύρο τον μπακάλη, λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου, οι προσωπογραφίες του Γκάλη γίνονταν ανάρπαστες στον Άγιο Παντελεήμονα της Καλαμαριάς.
Πέμπτες και σαββατοκύριακα, η ιεροτελεστία ήταν γνωστή. Είτε θα πήγαινα στο γήπεδο με τον Παράσχο, τον ξάδερφό μου – που ήταν παοκτσής, αλλά και τι να κάνει ο δόλιος, με έπαιρνε από το χεράκι και πηγαίναμε, γιατί χωρίς συνοδεία η μαμά μου δεν το επέτρεπε ούτε για τον Γκάλη – είτε θα καθόμασταν στο σπίτι και θα βλέπαμε τον Άρη στην τηλεόραση. Τα γούρια κρατιόντουσαν μέχρι κεραίας – είχαμε συγκεκριμένες θέσεις στο σαλόνι και έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχει πατατοσαλάτα από το μαγαζί δίπλα στον Βάσο Τα Κοτόπουλα στο σπίτι – ενώ η γιαγιά από το τηλέφωνο ξεμάτιαζε έναν έναν τους παίκτες, αν δεν παίζαμε καλά. Στο τέλος του αγώνα, έβγαζα το μπλοκάκι μου και σημείωνα τα στατιστικά, για να έχω όλα τα στοιχεία και να συγκρίνω. Την επόμενη ημέρα, έκοβα τα άρθρα από τις εφημερίδες και τα κρατούσα σε ένα ντοσιέ.
Χθες βρέθηκα ξανά στο Παλέ, κατά τύχη εκεί που πηγαίναμε παλιά χέρι – χέρι με τον Παράσχο, για την εκδήλωση τιμής προς τον Νίκο Γκάλη. Τα μάτια μου δεν είναι πια τόσο καλά όσο εκείνα τα χρόνια, με αποτέλεσμα στην αρχή να μου έρθει ένα πλάκωμα: δεν θα μπορούσα να βλέπω καλά, όσο η ομάδα της καρδιάς του μεγαλύτερου Έλληνα αθλητή τον τιμούσε με όποια τιμή θεωρούσε πως του πρέπει. Το ξέχασα τόσο γρήγορα, όσο ξεχνάς μια πετρούλα που βρίσκεται στον δρόμο σου όταν τρέχεις για να βουτήξεις στη θάλασσα μια πολύ ζεστή μέρα του καλοκαιριού. Το ξέχασα την πρώτη στιγμή που ακούστηκε το σύνθημα «Είσαι Θεός, είσαι Θεός, είσαι Θεός μοναδικός». Όπως παλιά. Τότε που ο Νίκος Γκάλης μας έπαιρνε από το χέρι, μας απίθωνε στους ώμους του και μαζί του πετούσαμε πάνω από μεγαθήρια του ευρωπαϊκού μπάσκετ, εμείς, οι ψύλλοι στην πλάτη του ταύρου που απήγαγε την Ευρώπη. «Να μην κάνεις ποτέ πίσω, να μην το βάλεις ποτέ στα πόδια» τον είχε συμβουλέψει ο πατέρας του, όταν έφευγε από την Αμερική για τη Θεσσαλονίκη, και εκείνος ακολούθησε τη συμβουλή του κατά γράμμα, κάνοντας τον τεράστιο καλαθοσφαιριστή, Άρβιντας Σαμπόνις, να τον θαυμάσει λέγοντας «Αν ο Γκάλης θέλει να βάλει καλάθι θα το βάλει, όποιος και αν είναι ο αντίπαλος».
Όλοι γεννιόμαστε με το όνειρο να αλλάξουμε τον κόσμο γύρω μας. Λίγοι, όμως, είναι εκείνοι που το καταφέρνουν: και ο Γκάλης είναι ένας από αυτούς. Μπορεί για κάποιους ο αθλητισμός να είναι κάτι ασόβαρο, αλλά οι στιγμές που έζησαν οι Έλληνες στις πλάτες αυτού του μεγάλου αθλητή εκτείνονται πέρα από τον αθλητισμό. Όταν γέμισε τους δρόμους με ανθρώπους και τραγούδια, όταν ένωσε μια χώρα σε έναν κοινό πανηγυρισμό, δεν άρπαξε απλά το μπάσκετ από τα μαλλιά και με το έτσι θέλω το καθιέρωσε στον θρόνο του ελληνικού αθλητισμού, δίνοντας δουλειά και μεροκάματο σε χιλιάδες ανθρώπους. Έδωσε και ελπίδα σε δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες παιδιά που μπορούσαν να πιάσουν μια μπάλα του μπάσκετ στα χέρια τους. Αλλά και σε χιλιάδες άλλους, που δεν μπορούσαν να πιάσουν μια μπάλα του μπάσκετ, είχαν, όμως, κάποιο όνειρο που πίστευαν πως είναι άπιαστο. Αυτό μας είπε ο Νίκος Γκάλης με τον τρόπο του: αν δουλέψεις για το όνειρό σου σκληρά, τότε αυτό είναι εκεί, στην άκρη του χεριού σου, και το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να κλείσεις το χέρι σου και να το αρπάξεις.
Θα μας χρειαζόταν αυτές τις μέρες ένας αθλητής σαν τον Νίκο Γκάλη. Αυτές τις άσχημες μέρες θα μας χρειαζόταν κάποιος που ξέρει να μας οδηγήσει προς το όνειρο. Ίσως γι’ αυτό ήταν καλό που η εκδήλωση έγινε τώρα. Άργησε, μεν, αλλά μας υπενθύμισε τώρα που τα πράγματα είναι ζόρικα, πως άνθρωποι σαν τον Νίκο Γκάλη κυκλοφορούν ανάμεσά μας και μας δείχνουν τον δρόμο.
Ο Νίκος Γκάλης μπήκε και πάλι χθες στο Παλέ ντε Σπορ, λουσμένος στο χειροκρότημα και τη λατρεία. Δάκρυσε πολλές φορές βλέποντας τους παλιούς του συμπαίκτες και αντιπάλους να του υποκλίνονται, αλλά και τον κόσμο που τον αγάπησε να τον αποθεώνει, παρουσία της συζύγου και της κόρης του.
Αλλά ήταν και όλοι εκεί. Η εθνική ομάδα του ’87, ο πρωταθλητής Άρης του ’79, ο Ντορόν Τζάμσι, ο Στόγιαν Βράνκοβιτς, ο Σάσα Βολκόφ, ο Όντι Νόρις, ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς, οι συμπαίκτες του, Βασίλης Λυπηρίδης, Μιχάλης Μισούνοφ, Μιχάλης Ρώμανίδης, Ντίνος Αγγελίδης, Δημήτρης Κοκολάκης, οι… αιώνιοι αντίπαλοι Μπάνε Πρέλεβιτς, Τζον Κόρφας, Παναγιώτης Φασούλας, Νίκος Σταυρόπουλος, ο Λευτέρης Κακιούσης, οι προπονητές του Λάζαρος Λέσιτς και Γιάννης Ιωαννίδης, αλλά και άλλοι πολλοί. Μοναδική… τιμή είχε ο Μέμος Ιωάννου, ο οποίος είναι ο μόνος που υπήρξε συμπαίκτης, αντίπαλος αλλά και προπονητής του Γκάλη. Και ο κόσμος τους χειροκρότησε όλους – α, εκτός από τον Ιωαννίδη, όταν άρχισε να μιλάει για τον «πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά», τι το ήθελες καλέ μου… Από το φιλικό με τη Λιμόζ του Παναγιώτη Γιαννάκη πρόλαβε να παιχτεί μόνο ένα δεκάλεπτο – τυπικά το τρίτο, το οποίο ξεκίνησε με σκορ 50 – 50 και τους 50 πόντους για τον Άρη να τους έχει πετύχει ο… αόρατος παίκτης με το νούμερο 6. Το τι έγινε στο φιλικό, μην με ρωτάτε. Τα μάτια μου ήταν στα επίσημα, εκεί όπου μικρά παιδάκια έμπαιναν στη σειρά για να πάρουν αυτόγραφο από τον μεγαλύτερο Έλληνα καλαθοσφαιριστή.
Ο Νίκος Γκάλης είδε τη σάλα στην οποία μεγαλούργησε να ονομάζεται Nick Galis Hall και καρφίτσωσε ο ίδιος τη φανέλα με το νούμερο 6 στη μέση από τα λάβαρα με τους τίτλους του Άρη, που κοσμούν την οροφή του κτιρίου. Και όσο το δάκρυ του κρατιόταν με νύχια και με δόντια από την άκρη του ματιού του, όταν αγκάλιαζε τον παλιό του συμπαίκτη – και… συνένοχο στο έγκλημα – Παναγιώτη Γιαννάκη, μα τον Γκάλη, το δικό μου δεν κρατήθηκε από πουθενά.
ΥΓ Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που έπαιζαν «μονό» τα ξαδέρφια μου, ο Κώστας και ο Λευτέρης, στο κάμπινγκ. Ο Κώστας είχε δει σε ένα παιχνίδι τον Γκάλη να σουτάρει προς τα πίσω. Ο Γκάλης το έβαλε, ο Κώστας το πάλευε σε όλο το παιχνίδι. Αρνιόταν να σταματήσει, όσο και αν του φωνάζαμε, μέχρι να το βάλει. Τελικά έχασε το παιχνίδι, και όταν τον ρωτήσαμε «καλά, γιατί δεν σούταρες κανονικά;;» μας είπε «δεν με ένοιαζε να κερδίσω, ήθελα να νιώσω για λίγο Γκάλης».
Ελπίζω κάποια στιγμή να το πέτυχε…