-γεννα

tinux2

– «Μπύρες ψηλά»

*κλινγκ*

– «Χαρούμενα… τι λέμε;»

– «Ποιος ξέρει σε αυτή τη φάση… Απλά πιες»

Μια γουλιά, μετά μια ακόμα, μετά περισσότερες. Όπως ο χρόνος, η μπύρα κυλάει εύκολα όταν κάθεσαι. Όταν σηκώνεσαι σε ζαλίζει.

– «Κι εσένα τι σε νοιάζει; Για εσένα ο χρόνος δεν μετράει πια»

– «Σκάσε…»

Μου λείπουν αυτά τα «σκάσε», αν το πιστεύεις…

Ένα πνιχτό γέλιο, λίγο πικρό, λίγο γλυκό.

– «Θες άλλη μία;»

» Αμέ…»

Έτσι μας βρίσκει το πρωί…

Ψυχή

IMG_2582Λίγες φτυαριές γης και τέσσερα χτυπήματα. Ένα κούτσουρο από πάνω, για να κάτσει το χώμα.

Ο αέρας έκαιγε τα πνευμόνια και το πρόσωπο. Καθίσαμε στα χόρτα, μόνο για λίγο.

«Τα ζώα δεν έχουν ψυχή, γι’ αυτό όταν πεθαίνουν χάνονται για πάντα» έγραψα με ένα ξύλο δίπλα στο κατακαίνουργιο βουναλάκι. Η Μπόχα μύρισε τα γράμματα, τα έσκαψε και τα έχεσε. Σκέπασε με το δικό της χώμα τις άκυρες λέξεις και με κοίταξε.

Τα μάτια της ήταν πάντα πράσινα.

Έριξε το σώμα της πάνω στο δικό μου και ακούμπησε το κεφάλι της στο πόδι μου. Ήταν ελαφρύ σαν αέρας.

Εκείνο που βλέπω να μένει τελικά…

therinocinemaΠώς γίνεται, δεν ξέρω. Όταν όμως κάθεσα στην μισοξεχαρβαλωμένη καρέκλα, δίπλα από το τραπεζάκι, κάτω από την τεράστια οθόνη, με τη γρανίτα στο χέρι, τα σανδάλια βυθισμένα στα  πετραδάκια, κάτω από τα αστέρια, ο αέρας δεν είναι ποτέ καυτός. Είναι πάντα δροσερός, βάλσαμο.

Η μυρωδιά είναι πάντα από κομμένο γρασίδι. Και πατατάκια. Με λίγο γιασεμί.

Ο καλοκαιρινός ιδρώτας είναι γλυκός. Το γέλιο αβίαστο.

Κι αυτή η γρανίτα μπορεί να έχει και βότκα, μπορεί και όχι. Είναι, όμως, πάντα παιδική. Όπως και το γέλιο. Παιδικό, Αθώο, Αληθινό. Ματιές, βλέμματα, αγγίγματα, σκιρτήματα, γέλια, χαμόγελα. Τα πάντα και τίποτα.

Ο χρόνος δεν υπάρχει. Μέσα σε αυτή τη μαύρη τρύπα, όλα είναι φωτεινά μες στο σκοτάδι.

Κι όσο απ’ έξω φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια, εσύ ζεις για πάντα κάτι νύχτες με φεγγάρι, μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά.

Και δεν αποχαιρετάς κανέναν.

Ο χρόνος πέρασε

111834-141148-wild-riverΟ αέρας φύσαγε σαν γύφτος. Έλεγες πως βάλθηκε να ανάψει κάπου μια μεγάλη φωτιά να ζεστάνει…

«Είσαι γελοία» γέλασε και με κλώτσησε. Σκούπισα το πρόσωπό μου από την υγρασία. Το Ποτάμι κάτω από τα πόδια μας παρέσερνε τα πάντα στην τρελή του πορεία. Κλαδιά, πετρούλες, μικρά ζουζούνια που πάσχιζαν να κρατηθούν στην επιφάνεια. Τίποτα δεν γλίτωνε. Μόνο εμείς, καθισμένες σε μια μεγάλη πέτρα, με τα γόνατα στο πηγούνι.

Ο ήλιος ανέβαινε.

«Μπορείς να βουτήξεις τα πόδια σου μέσα και να ξεχάσεις τα πάντα», μου είπε. Το βλέμμα καρφωμένο στο νερό.

Στο μυαλό μου χόρεψαν μουσικές, βιβλία, μπύρες, γέλια. Δάκρυα.

Πόσο εύκολα ξεχνάει κανείς;

«Άσεμας», είπα και της πέταξα ένα ξερό φύλλο. Ο ιπτάμενος χορός του φύλλου κόπηκε απότομα στον αέρα κι αυτό έπεσε, βαρύ σαν πέτρα, δίπλα στο πόδι μου. Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Της τράβηξα τα μαλλιά και με τσίμπησε στο χέρι. Ό,τι μας χώριζε, χώριζε μόνο άλλους.

Το Ποτάμι κυλούσε βαρύ. Μάζεψα τα πόδια πιο κοντά στο στήθος.

«Δεν θα ξεχάσω» είπα. Το βλέμμα καρφωμένο στο νερό.

Ο ήλιος ανέβηκε.

Μου έδωσε άλλη μια μπύρα. Και ο χρόνος πέρασε.

Δώδεκα

icelandΤα μάτια άνοιξαν βαριά. Χωρίς να θέλουν. Έκλεισαν κι έμειναν εκεί, στο σκοτάδι. Λίγο σκοτάδι για σήμερα.

Τα πόδια σήκωσαν το βάρος και το κράτησαν για λίγο ακίνητο.

Δώδεκα.

Βούτηξα μέσα στο νερό και οι ήχοι βουβάθηκαν, τα χρώματα έλιωσαν, μόνο ένας ήχος γάργαρος με τράβηξε, σαν ομφάλιος λώρος, μακριά, έσκισα το νερό και βγήκα σε μια παραλία ήσυχη, καυτή, και ήσουν εκεί, γελούσες, με κοίταξες, αλλά το νερό στέγνωσε, τώρα μόνο η βρύση τρέχει στο νιπτήρα. Την έκλεισα και κοίταξα στον καθρέφτη.

Δώδεκα.

Η κουζίνα μυρίζει αβοκάντο. Μισό αβοκάντο κάθε πρωί και μια ντουζίνα χάπια.

Ανεπιθύμητοι ήχοι γεμίζουν το σπίτι.

Σκαρφαλώνω στο παράθυρο και κρεμάω τα πόδια έξω. Δύο ζευγάρια πόδια κουνιούνται πάνω από το τίποτα. Λίγο από τον καφέ μου, τον ρίχνω σε εσένα. Οι σταγόνες αιωρούνται για μια στιγμή, διστακτικές, πριν χαθούν.

Απλώνω το χέρι κι αγκαλιάζω τον αέρα. Φιλώ στα χείλη το κενό.

Κάθε μέρα.

Δώδεκα.

Jagged pulp sliced in my veins, I write to remember

To podcast της Τίνας

1Καταδικάζουμε τα «έφυγε»/»έκλεισε τα μάτια για πάντα»/»χάσαμε» από όπου και αν προέρχονται. Και ύστερα, έρχεται η ώρα να γράψουμε για κάποιον δικό μας άνθρωπο, και αυτό το «πέθανε» μας κάθεται στο λαιμό και δεν μας βγαίνει, όσο και αν χτυπάμε τον κώλο μας κάτω.

Την κάναμε, όμως, την προσπάθεια, και το βγάλαμε το podcast. Για την Τίνα Χρόνη που @@#%&@## πέθανε πριν από ακριβώς δέκα χρόνια.

Επτά Νοεμβρίου του 2003, μια μέρα πριν από τη γιορτή της. Το πώς γίνεται αυτά τα δέκα χρόνια να πέρασαν σε μια μέρα και την ίδια στιγμή να φαίνονται αιώνας, εμείς δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε. Μπορούμε μόνο να υπενθυμίσουμε σε όσους τη γνώριζαν πόσο την αγαπούσαμε, και να προτρέψουμε όσους δεν τη γνώριζαν, να ακούσουν το podcast και, φυσικά, να δίνουν αίμα.

Το podcast ξεκινάει με μια έκπληξη…

 

 

Το μεγαλύτερο χειροκρότημα για τον μεγαλύτερο αθλητή

Galis ball Μεγάλωσα λίγο σχιζοφρενικά. Από τη μία, ο πατέρας μου προσπαθούσε να μου εμφυσήσει την (τεράστια) αγάπη του για κάθε τι αθλητικό. Ως εκ τούτου, παρακολουθούσα – πολύ ευχάριστα, γιατί το έκανα μαζί του – όλα τα αθλήματα. Από την άλλη, η μητέρα μου προσπαθούσε να μου εμφυσήσει ένα ενδιαφέρον για τις τέχνες και τα γράμματα. Ως εκ τούτου, διάβαζα πολύ, ζωγράφιζα περισσότερο, έγραφα, τραγουδούσα – πολύ ευχάριστα, γιατί το έκανα μαζί της.

Τις περισσότερες φορές, όμως, συνδύαζα τις δύο αγάπες (μας) σε μία: ζωγράφιζα προσωπογραφίες του Νίκου Γκάλη. Και σε μια σπάνια έκλαμψη επιχειρηματικότητας, τις πουλούσα στη γειτονιά. Σε έναν αυτοσχέδιο πάγκο από καφάσια που περίσσευαν από τον κυρ-Σταύρο τον μπακάλη, λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου, οι προσωπογραφίες του Γκάλη γίνονταν ανάρπαστες στον Άγιο Παντελεήμονα της Καλαμαριάς.

Πέμπτες και σαββατοκύριακα, η ιεροτελεστία ήταν γνωστή. Είτε θα πήγαινα στο γήπεδο με τον Παράσχο, τον ξάδερφό μου – που ήταν παοκτσής, αλλά και τι να κάνει ο δόλιος, με έπαιρνε από το χεράκι και πηγαίναμε, γιατί χωρίς συνοδεία η μαμά μου δεν το επέτρεπε ούτε για τον Γκάλη – είτε θα καθόμασταν στο σπίτι και θα βλέπαμε τον Άρη στην τηλεόραση. Τα γούρια κρατιόντουσαν μέχρι κεραίας – είχαμε συγκεκριμένες θέσεις στο σαλόνι και έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχει πατατοσαλάτα από το μαγαζί δίπλα στον Βάσο Τα Κοτόπουλα στο σπίτι – ενώ η γιαγιά από το τηλέφωνο ξεμάτιαζε έναν έναν τους παίκτες, αν δεν παίζαμε καλά. Στο τέλος του αγώνα, έβγαζα το μπλοκάκι μου και σημείωνα τα στατιστικά, για να έχω όλα τα στοιχεία και να συγκρίνω. Την επόμενη ημέρα, έκοβα τα άρθρα από τις εφημερίδες και τα κρατούσα σε ένα ντοσιέ.

Χθες βρέθηκα ξανά στο Παλέ, κατά τύχη εκεί που πηγαίναμε παλιά χέρι – χέρι με τον Παράσχο, για την εκδήλωση τιμής προς τον Νίκο Γκάλη. Τα μάτια μου δεν είναι πια τόσο καλά όσο εκείνα τα χρόνια, με αποτέλεσμα στην αρχή να μου έρθει ένα πλάκωμα: δεν θα μπορούσα να βλέπω καλά, όσο η ομάδα της καρδιάς του μεγαλύτερου Έλληνα αθλητή τον τιμούσε με όποια τιμή θεωρούσε πως του πρέπει. Το ξέχασα τόσο γρήγορα, όσο ξεχνάς μια πετρούλα που βρίσκεται στον δρόμο σου όταν τρέχεις για να βουτήξεις στη θάλασσα μια πολύ ζεστή μέρα του καλοκαιριού. Το ξέχασα την πρώτη στιγμή που ακούστηκε το σύνθημα «Είσαι Θεός, είσαι Θεός, είσαι Θεός μοναδικός». Όπως παλιά. Τότε που ο Νίκος Γκάλης μας έπαιρνε από το χέρι, μας απίθωνε στους ώμους του και μαζί του πετούσαμε πάνω από μεγαθήρια του ευρωπαϊκού μπάσκετ, εμείς, οι ψύλλοι στην πλάτη του ταύρου που απήγαγε την Ευρώπη. «Να μην κάνεις ποτέ πίσω, να μην το βάλεις ποτέ στα πόδια» τον είχε συμβουλέψει ο πατέρας του, όταν έφευγε από την Αμερική για τη Θεσσαλονίκη, και εκείνος ακολούθησε τη συμβουλή του κατά γράμμα, κάνοντας τον τεράστιο καλαθοσφαιριστή, Άρβιντας Σαμπόνις, να τον θαυμάσει λέγοντας «Αν ο Γκάλης θέλει να βάλει καλάθι θα το βάλει, όποιος και αν είναι ο αντίπαλος».

Όλοι γεννιόμαστε με το όνειρο να αλλάξουμε τον κόσμο γύρω μας. Λίγοι, όμως, είναι εκείνοι που το καταφέρνουν: και ο Γκάλης είναι ένας από αυτούς. Μπορεί για κάποιους ο αθλητισμός να είναι κάτι ασόβαρο, αλλά οι στιγμές που έζησαν οι Έλληνες στις πλάτες αυτού του μεγάλου αθλητή εκτείνονται πέρα από τον αθλητισμό. Όταν γέμισε τους δρόμους με ανθρώπους και τραγούδια, όταν ένωσε μια χώρα σε έναν κοινό πανηγυρισμό, δεν άρπαξε απλά το μπάσκετ από τα μαλλιά και με το έτσι θέλω το καθιέρωσε στον θρόνο του ελληνικού αθλητισμού, δίνοντας δουλειά και μεροκάματο σε χιλιάδες ανθρώπους. Έδωσε και ελπίδα σε δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες παιδιά που μπορούσαν να πιάσουν μια μπάλα του μπάσκετ στα χέρια τους. Αλλά και σε χιλιάδες άλλους, που δεν μπορούσαν να πιάσουν μια μπάλα του μπάσκετ, είχαν, όμως, κάποιο όνειρο που πίστευαν πως είναι άπιαστο. Αυτό μας είπε ο Νίκος Γκάλης με τον τρόπο του: αν δουλέψεις για το όνειρό σου σκληρά, τότε αυτό είναι εκεί, στην άκρη του χεριού σου, και το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να κλείσεις το χέρι σου και να το αρπάξεις.

Θα μας χρειαζόταν αυτές τις μέρες ένας αθλητής σαν τον Νίκο Γκάλη. Αυτές τις άσχημες μέρες θα μας χρειαζόταν κάποιος που ξέρει να μας οδηγήσει προς το όνειρο. Ίσως γι’ αυτό ήταν καλό που η εκδήλωση έγινε τώρα. Άργησε, μεν, αλλά μας υπενθύμισε τώρα που τα πράγματα είναι ζόρικα, πως άνθρωποι σαν τον Νίκο Γκάλη κυκλοφορούν ανάμεσά μας και μας δείχνουν τον δρόμο.

Ο Νίκος Γκάλης μπήκε και πάλι χθες στο Παλέ ντε Σπορ, λουσμένος στο χειροκρότημα και τη λατρεία. Δάκρυσε πολλές φορές βλέποντας τους παλιούς του συμπαίκτες και αντιπάλους να του υποκλίνονται, αλλά και τον κόσμο που τον αγάπησε να τον αποθεώνει, παρουσία της συζύγου και της κόρης του.

Αλλά ήταν και όλοι εκεί. Η εθνική ομάδα του ’87, ο πρωταθλητής Άρης του ’79, ο Ντορόν Τζάμσι, ο Στόγιαν Βράνκοβιτς, ο Σάσα Βολκόφ, ο Όντι Νόρις, ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς, οι συμπαίκτες του, Βασίλης Λυπηρίδης, Μιχάλης Μισούνοφ, Μιχάλης Ρώμανίδης, Ντίνος Αγγελίδης, Δημήτρης Κοκολάκης, οι… αιώνιοι αντίπαλοι Μπάνε Πρέλεβιτς, Τζον Κόρφας, Παναγιώτης Φασούλας, Νίκος Σταυρόπουλος, ο Λευτέρης Κακιούσης, οι προπονητές του Λάζαρος Λέσιτς και Γιάννης Ιωαννίδης, αλλά και άλλοι πολλοί. Μοναδική… τιμή είχε ο Μέμος Ιωάννου, ο οποίος είναι ο μόνος που υπήρξε συμπαίκτης, αντίπαλος αλλά και προπονητής του Γκάλη. Και ο κόσμος τους χειροκρότησε όλους – α, εκτός από τον Ιωαννίδη, όταν άρχισε να μιλάει για τον «πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά», τι το ήθελες καλέ μου… Από το φιλικό με τη Λιμόζ του Παναγιώτη Γιαννάκη πρόλαβε να παιχτεί μόνο ένα δεκάλεπτο – τυπικά το τρίτο, το οποίο ξεκίνησε με σκορ 50 – 50 και τους 50 πόντους για τον Άρη να τους έχει πετύχει ο… αόρατος παίκτης με το νούμερο 6. Το τι έγινε στο φιλικό, μην με ρωτάτε. Τα μάτια μου ήταν στα επίσημα, εκεί όπου μικρά παιδάκια έμπαιναν στη σειρά για να πάρουν αυτόγραφο από τον μεγαλύτερο Έλληνα καλαθοσφαιριστή.

Ο Νίκος Γκάλης είδε τη σάλα στην οποία μεγαλούργησε να ονομάζεται Nick Galis Hall και καρφίτσωσε ο ίδιος τη φανέλα με το νούμερο 6 στη μέση από τα λάβαρα με τους τίτλους του Άρη, που κοσμούν την οροφή του κτιρίου. Και όσο το δάκρυ του κρατιόταν με νύχια και με δόντια από την άκρη του ματιού του, όταν αγκάλιαζε τον παλιό του συμπαίκτη – και… συνένοχο στο έγκλημα – Παναγιώτη Γιαννάκη, μα τον Γκάλη, το δικό μου δεν κρατήθηκε από πουθενά.

galisdakru-650x287

ΥΓ  Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που έπαιζαν «μονό» τα ξαδέρφια μου, ο Κώστας και ο Λευτέρης, στο κάμπινγκ. Ο Κώστας είχε δει σε ένα παιχνίδι τον Γκάλη να σουτάρει προς τα πίσω. Ο Γκάλης το έβαλε, ο Κώστας το πάλευε σε όλο το παιχνίδι. Αρνιόταν να σταματήσει, όσο και αν του φωνάζαμε, μέχρι να το βάλει. Τελικά έχασε το παιχνίδι, και όταν τον ρωτήσαμε «καλά, γιατί δεν σούταρες κανονικά;;» μας είπε «δεν με ένοιαζε να κερδίσω, ήθελα να νιώσω για λίγο Γκάλης».
Ελπίζω κάποια στιγμή να το πέτυχε…

Πάμε ρε Ινδία αρρώστια!

ImageΤο πρωί, σηκώθηκα, άναψα την καφετιέρα, πλύθηκα, γέμισα το φλιτζάνι μου καφέ, κάθισα στον υπολογιστή, ήπια μια γουλιά, γούρλωσα τα μάτια, έριξα ένα ουρλιαχτό χαράς, χόρεψα τον χορό της νίκης γύρω από την καρέκλα μου κουνώντας ξέφρενα τα χέρια μου πάνω από το κεφάλι μου και βγάζοντας ινδιάνικους αλαλαγμούς, ξεθύμανα, ξανακάθισα, πήρα τον καφέ μου στα χέρια μου και με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο, ανέβασα τα πόδια στο γραφείο, χαλάρωσα στην καρέκλα και έπιασα να ξαναδιαβάσω την είδηση:

Novartis: Η Ινδία απορρίπτει την αίτηση για πατέντα για το φάρμακο Glivec.

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας απέρριψε την αίτηση της Novartis να κατοχυρώσει με πατέντα μια ανανεωμένη έκδοση του αντικαρκινικού φαρμάκου της, Glivec.

Οι ινδικές αρχές αρνήθηκαν την παραχώρηση στην ελβετική φαρμακοβιομηχανία της πατέντας με την αιτιολογία ότι η νέα έκδοση ήταν ελάχιστα διαφορετική από την παλιά.

Κοίτα, δηλαδή, τι ήθελε να κάνει η Novartis, για να καταλαβαίνεις πώς βγάζουν λεφτά οι φαρμακοβιομηχανίες: Έχουν εδώ και 20 χρόνια ένα φάρμακο, το Glivec, το οποίο με πολύ κόπο και πολλά λεφτά ανακάλυψαν και το οποίο είναι αποτελεσματικό στην καταπολέμηση κάποιων μορφών καρκίνου. Επί 20 χρόνια έχουν την πατέντα του φαρμάκου (γιατί, εδώ που τα λέμε, πρέπει κάπως να βγάλουν τα λεφτά της έρευνας με την οποία ανακάλυψαν το φάρμακο αυτό – ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΦΑΡΜΑΚΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ, όχι τίποτα απλό), κάτι που σημαίνει ότι καμία άλλη εταιρεία δεν μπορεί να πάρει τη φόρμουλα, τη συνταγή δηλαδή, αυτού του φαρμάκου, για να δει από τι αποτελείται και να κάνει ένα παρόμοιο. Επί 20 χρόνια ένας καρκινοπαθής για να πάρει Glivec δίνει περίπου 2.600 δολάρια το μήνα. Δεν θέλω να σε τρομάξω, αλλά οι καρκινοπαθείς σε όλον τον κόσμο είναι ΠΑΡΑ πολλοί.

Περνούν, λοιπόν, τα 20 χρόνια και η πατέντα του Glivec λήγει. Λίγο πριν λήξει, η Novartis παίρνει το φάρμακο και το αλλάζει λιγουλάκι. Βάζει λίγο αλάτι παραπάνω, ρίχνει λίγη κανέλα, κάτι τέτοιο δηλαδή – σε αντιστοιχία φαρμάκων, μην τρομοκρατηθείς ότι μας βάζουν κανέλα στα φάρμακα. Και λέει: «το άλλαξα το φάρμακο, πρέπει να ανανεωθεί η πατέντα του, γιατί δεν είναι πια το ίδιο». Αυτό λέγεται evergreening.

Παύση.

Είναι μια χώρα εκεί στην Ασία, η Ινδία, πολύ φτωχή, η οποία έχει αναπτύξει μια ολόκληρη βιομηχανία παραγωγής γενόσημων φαρμάκων. Τα φάρμακα αυτά είναι ας πούμε αντίγραφα των ακριβών φαρμάκων, των οποίων έχουν λήξει οι πατέντες. Λόγω της ευρείας εφαρμογής του evergreening, οι ασθενείς σε φτωχές χώρες όπως η Ινδία, το Μπαγκλαντές, χώρες της Αφρικής, βασικά στο μεγαλύτερο κομμάτι του πλανήτη, πέθαιναν επειδή δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν τα φάρμακα, μιας και αυτά παντεντάρονταν συνεχόμενα. Η cool Ινδία ψήφισε, λοιπόν, νόμο, με βάση τον οποίο ένα φάρμακο παίρνει πατέντα όταν αποδείξει ότι είναι πραγματικά ένα νέο φάρμακο – και όχι κάτι παλιό, αλλαγμένο. Ο νόμος αυτός την έκανε «το φαρμακείο των φτωχών χωρών», αφού στην Ινδία μπορούν να παρασκευαστούν με πολύ χαμηλό κόστος φάρμακα που εκτός Ινδίας στοιχίζουν, όπως λένε οι Ιταλοί, ένα μάτι από το κεφάλι σου (τα μαλλιά της κεφαλής σου, δηλαδή, στο πιο γκροτέσκο).

Παύση παύσης.

Τώρα που η Novartis έχασε την πατέντα του Glivec, υπολογίζεται πως το γενόσημο του εν λόγω φαρμάκου (προσπαθώ τόση ώρα να θυμηθώ τον τεχνικό όρο αλλά δεν μου έρχεται) θα στοιχίζει περίπου 175 δολάρια το μήνα. ΠΟΛΥ χαμηλότερα, δηλαδή, από ό,τι στοίχιζε μέχρι τώρα. Βοηθήστε με εσείς της αριθμητικής: πάνω από δέκα φορές φθηνότερο, έτσι;

Κάπως έτσι, λοιπόν, η φετινή Πρωταπριλιά δεν ήταν και τόσο άσχημη. Σαν ψέματα μου φαίνεται! Ευτυχώς είναι αλήθεια.

ΥΓ. Εδώ η εκστρατεία των Γιατρών Χωρίς Σύνορα για το θέμα

Blood Brother a.k.a. όταν ξεμένω από λέξεις

blood brother

Απαλλοτριώνω από εδώ

Σκέψου μια ταινία που, στις πρώτες της σκηνές σε προβληματίζει. Σε φάση «τι παίζει;». Και για το πρώτο μέρος της δεν μπορείς να σταματήσεις σκέψεις του στιλ «άι, ρε, παλιοχίπη» ή – στο λίγο πιο εκλεπτυσμένο – «κατασκευασμένα συναισθήματα, ευχαριστώ δεν θα πάρω». Στο τέλος, βγαίνοντας από την αίθουσα, να ξεσπάς σε ένα κλάμα αυθεντικό, από βαθιά, επώδυνο, χωρίς ελπίδα κάθαρσης.

Επιτυχία.
Η ταινία «Blood Brother» διαγράφει ακριβώς αυτή την πορεία: ξεκινάει ουσιαστικά από εκεί, όπου κανείς δεν καταλαβαίνει αυτό που έκανε τον Ρόκι Μπάατ να φύγει από το Πίτσμπουργκ των ΗΠΑ, να πάει στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Ινδία, και να γίνει ο Ρόκι-αννά, «αδερφός», σε μια ομάδα ορφανών με AIDS. Στην πόλη του, η απόφασή του να μείνει σε ένα ορφανοτροφείο στο Τσεννάι αντιμετωπίζεται ελαφρώς… ελαφρά. Και η αγάπη σαν κάτι καθημερινό, με μια ανεπαίσθητα εγωιστική απόχρωση.
Για να καταλάβει κανείς, πρέπει να πάει εκεί. Στη νοτιοανατολική Ινδία, στο Ταμίλ Ναντού, σε ένα μέρος όπου η αγάπη γδύνεται από το εγωιστικό της ένδυμα και φοράει το ρούχο της απόλυτης παράδοσης. Εκεί όπου ο Ρόκι-αννά άφησε στο πλάι όλα όσα ήξερε, για να μπει σε βαθιά, ανεξερεύνητα, επικίνδυνα νερά. Και να κολυμπήσει σε αυτά τα νερά με ένα τσούρμο παιδιά, αληθινά παιδιά, που θέλουν όσο όλα τα παιδιά του κόσμου, να παίξουν, να γελάσουν, να μαλώσουν, να ανήκουν σε μια οικογένεια. Γύρω τους, οι καρχαρίες της φτώχειας, της ανέχειας, της προκατάληψης, της άγνοιας. Στα πόδια τους δεμένο το βαρίδιο του AIDS. Σωσίβια, η άνευ όρων αγάπη και φροντίδα, που ποιος ξέρει με ποιον τρόπο, ξέθαψε από μέσα του ο Ρόκι-αννά και πρόσφερε απλόχερα. Χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς περιορισμούς, και κυρίως χωρίς φόβο ή προκατάληψη.
Η ταινία σοκάρει. Μέχρι βαθιά, πολύ βαθιά, τόσο βαθιά που δεν ήξερες ότι υπήρχε. Ωμή και άμεση, ταρακουνάει μέχρι τα θεμέλια. Με προσεκτική παρακολούθηση και εξέταση του χαρακτήρα του Ρόκι Μπάατ, ο καλύτερός του φίλος, Στιβ Χούβερ, ξεκίνησε για να καταλάβει τι ακριβώς είναι αυτό που τον κρατάει στην Ινδία. Αυτό που κατάφερε ήταν να βρει έναν νέο άνθρωπο μέσα από τον φίλο του και έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Εκεί που καριέρα και χρήματα είναι έννοιες ανύπαρκτες, και τη θέση τους έχουν πάρει η αφοσίωση, η προσφορά.
Βαθιά συγκινητική, συγκλονιστική, η «ταινία τεκμηρίωσης» του Στιβ Χούβερ αρκεί για να σου αλλάξει τον τρόπο που βλέπεις τη ζωή. Να σε κάνει να καταλάβεις πως η ύπαρξή σου έχει νόημα μόνο όταν μπορείς να κάνεις τη διαφορά – ακόμη και σε μια πολύ μικρή ομάδα ανθρώπων.

Let’s make it happen – για την Τζώρτζια

georgia H Τζώρτζια είναι από τα πιο δυνατά άτομα που ξέρω. Και, πίστεψέ με, έχω γνωρίσει πολύ δυνατούς ανθρώπους. Σαν την Τζώρτζια λίγοι.

Πριν από μερικά – όχι πολλά – χρόνια, το μεγαλύτερό της πρόβλημα μπορούσες να το εντοπίσεις μέσα σε μια λίστα πάνω – κάτω κοινή σε όλους μας: κάτι η δουλειά, λίγο ο γκόμενος, ίσως ένας καβγάς με κάποιον συνάδελφο, με μια φίλη, λίγο κουτσομπολιό από εδώ, ίσως να μην έκανε τον σωστό καιρό για να βγει έξω το Σάββατο το βράδυ… «Έβαλα ένα κιλό», «μου μίλησε άσχημα»… First world problems, που έλεγαν και οι αρχαίοι.

Από το 2007 όλα αυτά άλλαξαν.

Η Τζώρτζια έχασε την υγεία της. Χτυπήθηκε (επίτηδες η λέξη δεν μπαίνει σε εισαγωγικά, γιατί περιγράφει ακριβώς την κατάσταση) από τη νόσο Λάιμ. Χρόνια Νόσος Λάιμ Τελικού Σταδίου σε συνδυασμό με Αμυοτροφική Πλευρική Σκλήρυνση (ελπίζω ότι τα λέω σωστά) ήταν η διάγνωση, η οποία, μάλιστα, ήρθε μετά από περίπου 2 χρόνια εξετάσεων και συνεχούς επιδείνωσης της κατάστασής της.

Σήμερα η Τζώρτζια παλεύει να γίνει και πάλι καλά. Μετά από δύο ταξίδια στην Ινδία, στην κλινική Nu Tech στο Νέο Δελχί, ήδη έχει φανεί κάποια πρόοδος. Χρειάζεται, όμως, συνέχεια. Δεν έχει τη δυνατότητα να εργαστεί (προφανώς), και τα ιατρικά έξοδα είναι τεράστια, με αποτέλεσμα ο τραπεζικός λογαριασμός των γονιών της να έχει στερέψει.

«Προβλήματα που λύνονται με λεφτά δεν είναι προβλήματα» έλεγε η γιαγιά μου, για να υπογραμμίσει το ότι τα λεφτά είναι ασήμαντα μπροστά σε εκείνα που πραγματικά μπορούν να γονατίσουν έναν άνθρωπο. Είναι, όμως, δυστυχώς απαραίτητο να υπάρχουν, κάποιες φορές, γιατί αυτά δίνουν το σάλπισμα για τον πραγματικό πόλεμο. Το πρόβλημα της Τζώρτζιας δεν θα το λύσουν τα λεφτά. Εκείνη, εξάλλου, πολεμάει κάθε μέρα ανελλιπώς και ασταμάτητα για να αποκτήσει και πάλι την υγεία της. Για να μπορέσει, όμως, να συνεχίσει, δυστυχώς τα λεφτά είναι εκείνο που χρειάζεται.

Εδώ μπαίνουμε όλοι. Μέσα στις επόμενες επτά μέρες η Τζώρτζια πρέπει να μαζέψει άλλες 15.000 δολάρια. Το ξέρω ότι κάθε μέρα σου ζητούν και κάτι άλλο (και σε εμένα, επίσης… ) και οι εποχές είναι άσχημες. Γι’ αυτό θυμήσου πως κανείς δεν σου λέει να το κάνεις. Η Τζώρτζια ζητάει τη βοήθειά σου, δεν την απαιτεί. Την χρειάζεται πολύ, αλλά δεν την απαιτεί.

Όλα βοηθάνε. Κι αν πραγματικά δεν έχεις να δώσεις, κοινοποίησε την προσπάθειά της, μοιράσου την ανάγκη της, κάνε το μήνυμά της να φτάσει σε όλους. Σε τέτοιες στιγμές χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον.

Και όταν γίνει καλά, πάρτι όλοι μαζί στην παραλία. Χιλιάδες μοχίτο και χορός για εβδομάδες! Και αυτό είναι υπόσχεση.

 

Η εκστρατεία είναι εδώ

Το μπλογκ εδώ

pepe

Και αυτός είναι ο Πέπε