Stating the obvious

ImageΤο πλήθος είχε πια συγκεντρωθεί. Πέντε λεπτά απέμεναν για το θαύμα, κι εκείνος, κολλημένος στο χέρι μου, κρατούσε σφιχτά το μωβ αυγό του και προσπαθούσε να περπατήσει, μέσα σε ένα δάσος από παπούτσια, καλσόν, φούστες και χρυσές τσάντες. Κανείς δεν του έδινε σημασία, γιατί κανείς δεν κοιτούσε χαμηλά.

Βρήκα ένα σημείο για να σταθούμε και τον κοίταξα. Με κοίταξε κι εκείνος, απορημένος, ίσως απηυδισμένος. Ίσως να αναρωτιόταν γιατί τον έφερα εκεί.

Κι εγώ το ίδιο αναρωτιόμουν.

Ο παπάς σταμάτησε να ψέλνει και άρχισε να θυμιατίζει. Ο κόσμος σταμάτησε να μιλάει – σχεδόν σταμάτησε να αναπνέει, εν αναμονή του θαύματος.

Ένα βλέμμα γύρω, ένας στιγμιαίος δισταγμός, ένα μικρό κλείσιμο των ματιών, μια φευγαλέα σκέψη («τι θα σκεφτούν οι γύρω; Χέστηκα»), έδωσα σε κάποιον τη λαμπάδα μου και τη δική του, τον άρπαξα και τον έβαλα στους ώμους.

Μπορούσα να ακούσω τα μάτια του να ανοίγουν ορθάνοιχτα. Αναπήδησε στους ώμους μου και έβγαλε μια μικρή κραυγούλα θαυμασμού.

Ο παπάς θυμιάτιζε. Γκλιν γκλιν. Γκλιν γκλιν. Εκατοντάδες άνθρωποι έστεκαν σιωπηλοί σε μια μικρή πλατεία ενός μικρού χωριού, εκατοντάδες ζευγάρια μάτια στραμμένα προς την πρόχειρη εξέδρα από όπου σε δευτερόλεπτα θα ακουγόταν το Χριστός Ανέστη.

Ο Μικρός, για πρώτη φορά, θα έβλεπε Ανάσταση. Έριξε μια γρήγορη ματιά στους συγκεντρωμένους, στον παπά, στις αναμμένες λαμπάδες. Σήκωσε το δάχτυλο μέσα από τη χούφτα μου, πήρε βαθιά ανάσα και, με όλη τη δύναμη που του έδιναν τα μικροσκοπικά του πνευμόνια, φώναξε: «Φουτιάαααα!»

Τα εκατοντάδες ζευγάρια μάτια έκαναν απότομη στροφή προς τα αριστερά, όπου σε μια γωνία, ένας ανιψιός έδειχνε την πλατεία εντυπωσιασμένος, στους ώμους μιας θείας που κοιτούσε άφωνη, χαμογελώντας, ανεξήγητα υπερήφανη.

…Ντροπή να είναι άδεια – Σαν τα ποτήρια μας

Image«Υπάρχουν άνθρωποι που η ευτυχία των άλλων τους πληγώνει. Δεν τους αρκεί να ζουν ανάμεσα στους ευτυχισμένους του κόσμου. Γι’ αυτούς, η ολοκληρωμένη απόλαυση απαιτεί την αποκλειστικότητα».

Εντάξει, ο Pierre Assouline με έχει από τις τρεις πρώτες προτάσεις. Τόσο προχώρησα, εξάλλου, στους «Προσκεκλημένους» του, αλλά δύσκολα θα με χάσει.

Γιατί, ναι. Υπάρχουν. Δεν υπάρχουν, όμως, απλώς ανάμεσά μας. Ζουν ανάμεσά μας. Μας αγγίζουν, μας χαϊδεύουν, μας χαμογελάν, μας αποκαλούν «φίλους». Γιατί ο πόνος τους, η δυσφορία τους, είναι εσωτερική. Κρυφή. «Αυτά τα πράγματα όμως δεν τα λες, τα αισθάνεσαι», λέει ο Assouline. Σου το λέει, δηλαδή, καθαρά: κανείς δεν θα σου το φανερώσει πως νιώθει έτσι.

Όσο τους στερείς την αποκλειστικότητα στην ευτυχία, τους πληγώνεις.

Είσαι από τους κακούς.

Έτσι, δεν αρκεί να έχουν χρήματα. Πρέπει εσύ να μην έχεις.

Δεν αρκεί να είναι ήρεμοι. Πρέπει εσύ να μην είσαι.

Δεν αρκεί να έχουν δουλειά. Πρέπει εσύ να μην έχεις.

Δεν αρκεί να ζουν καλά. Πρέπει εσύ να γονατίσεις.

Δεν θα σου το πούνε ποτέ. Αλλά θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να πετύχουν την απόλυτη ευτυχία.

Η αποκάλυψη αυτή είναι το μικρό πασχαλινό δώρο τούτου εδώ του μπλογκ.

Καλές γιορτές.

 

Υ.Γ. Μπόνους το παρακάτω status update από το Facebook:

«One man’s ways may be as good as another’s, but we all like our own best… How quick come the reasons for approving what we like».

Τα έλεγε η Jane Austen, ξέρεις, όχι τώρα, στις αρχές του 1800. Και δεν είχε καν Facebook, να φανταστείς, και ούτε και υπήρχαν τα Ίντερνετ και οι υπολογιστές, που μπορούσαν να σώσουν και μετά να ξαναβρούνε όλα όσα λέτε κουνώντας το δάχτυλο στα μούτρα του άλλου και μετά ξεχνάτε και τα ξελέτε, και το ίδιο δάχτυλο το σηκώνετε στον αέρα χορεύοντας γιορτινά τσιφτετέλια.
Αυτά
Άντε καλές γιορτές