Το πλήθος είχε πια συγκεντρωθεί. Πέντε λεπτά απέμεναν για το θαύμα, κι εκείνος, κολλημένος στο χέρι μου, κρατούσε σφιχτά το μωβ αυγό του και προσπαθούσε να περπατήσει, μέσα σε ένα δάσος από παπούτσια, καλσόν, φούστες και χρυσές τσάντες. Κανείς δεν του έδινε σημασία, γιατί κανείς δεν κοιτούσε χαμηλά.
Βρήκα ένα σημείο για να σταθούμε και τον κοίταξα. Με κοίταξε κι εκείνος, απορημένος, ίσως απηυδισμένος. Ίσως να αναρωτιόταν γιατί τον έφερα εκεί.
Κι εγώ το ίδιο αναρωτιόμουν.
Ο παπάς σταμάτησε να ψέλνει και άρχισε να θυμιατίζει. Ο κόσμος σταμάτησε να μιλάει – σχεδόν σταμάτησε να αναπνέει, εν αναμονή του θαύματος.
Ένα βλέμμα γύρω, ένας στιγμιαίος δισταγμός, ένα μικρό κλείσιμο των ματιών, μια φευγαλέα σκέψη («τι θα σκεφτούν οι γύρω; Χέστηκα»), έδωσα σε κάποιον τη λαμπάδα μου και τη δική του, τον άρπαξα και τον έβαλα στους ώμους.
Μπορούσα να ακούσω τα μάτια του να ανοίγουν ορθάνοιχτα. Αναπήδησε στους ώμους μου και έβγαλε μια μικρή κραυγούλα θαυμασμού.
Ο παπάς θυμιάτιζε. Γκλιν γκλιν. Γκλιν γκλιν. Εκατοντάδες άνθρωποι έστεκαν σιωπηλοί σε μια μικρή πλατεία ενός μικρού χωριού, εκατοντάδες ζευγάρια μάτια στραμμένα προς την πρόχειρη εξέδρα από όπου σε δευτερόλεπτα θα ακουγόταν το Χριστός Ανέστη.
Ο Μικρός, για πρώτη φορά, θα έβλεπε Ανάσταση. Έριξε μια γρήγορη ματιά στους συγκεντρωμένους, στον παπά, στις αναμμένες λαμπάδες. Σήκωσε το δάχτυλο μέσα από τη χούφτα μου, πήρε βαθιά ανάσα και, με όλη τη δύναμη που του έδιναν τα μικροσκοπικά του πνευμόνια, φώναξε: «Φουτιάαααα!»
Τα εκατοντάδες ζευγάρια μάτια έκαναν απότομη στροφή προς τα αριστερά, όπου σε μια γωνία, ένας ανιψιός έδειχνε την πλατεία εντυπωσιασμένος, στους ώμους μιας θείας που κοιτούσε άφωνη, χαμογελώντας, ανεξήγητα υπερήφανη.