«Καταλαβαίνω. Δεν έκανες κάτι κακό. Κι εγώ το ιδιο θα έκανα. Λένε όσοι δεν ξέρουν. Μην τους ακούς, δεν τους ξέρεις πια, τώρα θα τους γνωρίσεις;»
Ένα βαρύ χέρι στο κεφάλι, ένα άγαρμπο χτύπημα στον ώμο. Αν ήταν πιο στοργική, θα ήταν χάδι. Αλλά η στοργή θέλει καρδιά.
Η απορία εύλογη.
«Μα… Τότε γιατί με τιμωρείς;»
Το γελάκι αυθόρμητο, μια μικρή απορία στο βλέμμα. Τι δεν καταλαβαίνεις.
«Γιατί μπορώ»
Ο σουρεαλισμός του παράλογου στο ροζοκόκκινο πιάτο μιας άδειας εξουσίας με τις ντόπες μιας ανίδεης και διψασμένης κάστας εκδικητικών κατίνων.
Εκεί βαδίζουμε κύριοι.