Αγαπημένοι γείτονες

binocularsΟ αέρας φύσαγε σαν γύφτος – άρα ο ήλιος έκαιγε σαν τι; Φορτωμένη σακούλες από το σούπερ μάρκετ ανηφόριζα τα λίγα μέτρα που χώριζαν το σούπερ μάρκετ από το διαμέρισμα του 1ου ορόφου όπου έμενα τους τελευταίους μήνες. Ο κόντρα άνεμος δυσχέραινε την προσπάθειά μου, κάνοντάς με να νιώθω σαν ένα είδος Ρόκι-Μπαλμπόα-στα-σκαλιά-στη-Φιλαδέλφεια(όχιτηΝέα)-εξτρά-οι-σακούλες. Με υπομονή πρωταθλητή και επιμονή γαϊδουρινή (ή μήπως το αντίστροφο;) έφτασα τελικά στη γωνία του τετραγώνου μου και, σαν δώρο στον εαυτό μου, απίθωσα τις σακούλες στο πλακόστρωτο και άφησα τον αέρα να στεγνώσει τον ιδρώτα μου.

Με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο στραμμένο προς τον ουρανό, αφημένη στην αγαλλίαση που γεννάται τα δευτερόλεπτα εκείνα που περνάς από το «θα-πεθάνω-από-τη-ζέστη» στο «τι-ωραία-που-φυσάει», καθώς οι σταγόνες του ιδρώτα μου, με το χάδι του ανέμου περνούσαν η μία μετά από την άλλη στην αιωνιότητα, ένα χέρι κάθισε στον ώμο μου.

Απρόθυμα άνοιξα τα μάτια, ενώ το χέρι μου αυτόματα απομάκρυνε το ξένο σώμα από το δικό μου. Απέναντί μου ένας παλιός γνωστός, που ήδη παραληρούσε κάτι που δεν περνούσε το φιλμ της ενόχλησης που μου προκαλούσε. Ναι, καιρό έχουμε να βρεθούμε. Ναι, καλά είμαι. Ναι, η δουλειά καλά. Ναι και ο Μαριονέττας καλά. Όχι, δεν ήξερα ότι μένεις εδώ κοντά. Χρόνια, ε; Πωπω. Όχι, τον Τάδε δεν τον βλέπω πια. Ναι, το έμαθα ότι παντρεύτηκες. Όχι, δεν με νοιάζει και πολύ.

Έσκυψα να πάρω τις σακούλες, για να καταλάβει πως θέλω να φύγω. «Έχω πράγματα για το ψυγείο, γι’ αυτό», δικαιολογήθηκα. «Και με αυτή τη ζέστη θα χαλάσουν γρήγορα» είπε και γέλασε δυνατά. Ε… Δεν είναι αστείο, σκέφτηκα, αλλά δεν βαριέσαι, με ό,τι γελάει κανείς καλό είναι!

«Μένεις εδώ, ε;», είπε ξαφνικά, και τέντωσε το δάχτυλό του δίπλα από το αριστερό μου αυτί. Σε σλόου μόσιον γύρισα το κεφάλι μου και ακολούθησα τη νοητή γραμμή που ένωνε το νύχι του με το μπαλκόνι μου. Στην επιστροφή του, το βλέμμα μου συνάντησε το δικό του, και διέκρινε μια λάμψη που παλιότερα δεν υπήρχε. «Ναι… πού το ξέρεις;», ρώτησα, σέρνοντας τις λέξεις, ίσως αποτέλεσμα εγκεφαλικού. «Καμιά φορά σε παρακολουθώ με τα κιάλια», είπε ανέμελα.

Ένιωσα τη μία σακούλα να σπάει από το βάρος της αποκάλυψης. «Καλύτερα να πηγαίνεις, θα χαλάσει το τυρί», είπε και χοροπηδηχτά συνέχισε τη βόλτα του.

Έτρεξα στο σπίτι και κατέβασα τα παντζούρια.

Έσβησα και τα φώτα.

Τα βράδια καμιά φορά νιώθω το δάχτυλό του να δείχνει πέρα, δίπλα από το αριστερό μου αυτί.

Ένα σχόλιο

  1. Πρόκειται για ενα συναρπαστικό τρενάκι του τρόμου με λογοφίλ και σινεφίλ αναφορές, που προεκτείνονται από το λαϊκό εμπορικό σινεμά μέχρι τις πιο εξεζητημένες μορφές της 7ης τέχνης, από το Χόλιγουντ στη Γηραιά Ήπειρο, από τον Συλβέστερ Σταλόνε στον Ταρκόφσκι, από το «Ρόκυ» στο «Stalker», αλλά και ένα παιχνιδιάρικο κλείσιμο του ματιού στο ελληνικό σινεμά, στους «Απέναντι», ο σεναριογράφος του οποίου ως γνωστόν και ως άσχετον έχει απαυτώσει τη μισή Αθήνα.

    • Αγαπημένε κ. Μπακουρογιαννόπουλε, σας βλέπω κάθε μεσημέρι στην κα. Μενεπάκη, σας αγαπάμε όλοι στην οικογένεια εκτός από την πεθερά μου, που λέει ότι έχετε κάνει λίφτινγκ και δεν ξέρετε τι σας γίνεται γιατί θάψατε μια ταινία που είχε πάει να δει με την ξαδέρφη της και έσκασαν στο κλάμα αλλά εσείς είπατε πως δεν θα συγκινήσει ούτε πιγκουίνο αλλά αυτές δεν είναι πιγκουίνοι, αλλά εμείς δεν την λογαριάζουμε γιατί ούτως ή άλλως πιο πολύ μοιάζει με πιγκουίνο παρά με πεθερά, και της κρατάμε και κακία που έδιωξε την αδερφή του αντρός μου από το σπίτι γιατί ένα πρωί της είπε πως «αν μάθεις κάτι για εμένα και έναν κουλτουριάρη να ξέρεις πως δεν φταίω εγώ, η μισή αθήνα το έκανε»

Σχολιάστε